Το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου είναι μια συχνή, μακροχρόνια λειτουργική διαταραχή του εντέρου, που εκτιμάται ότι επηρεάζει πάνω από 2.000.000 Έλληνες, (20% του γενικού πληθυσμού, σύμφωνα με τον ΕΛΙΓΑΣΤ), με τις γυναίκες να είναι διπλάσιες σε αριθμό από τους άντρες.
Συνήθη συμπτώματα που χαρακτηρίζουν το Σύνδρομο Ευερέθιστου Εντέρου είναι το κοιλιακό άλγος, η κοιλιακή διάταση – τυμπανισμός και αλλαγές στην συνήθη λειτουργία του εντέρου, με την εμφάνιση διάρροιας, δυσκοιλιότητας είτε εναλλαγή αυτών. Η αιτία είναι άγνωστη, αλλά εικάζεται ότι συνδέεται με αυξημένη ευαισθησία του εντέρου, έπειτα από κάποια λοίμωξη ή στρεσογόνο κατάσταση.
Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει θεραπεία, και οι συστάσεις αφορούν σε αλλαγές στη διατροφή και στον τρόπο ζωής.
- Εντοπισμός τροφών/ ροφημάτων που προκαλούν συμπτώματα
- Αλλαγή στην ποσότητα φυτικών ινών
- Ενίσχυση της άσκησης, μείωση των επιπέδων στρες
Πολλές μελέτες επιβεβαιώνουν ότι τα προβιοτικά μπορεί να βοηθήσουν στη βελτίωση της υγείας του πεπτικού συστήματος. Φιλικά βακτήρια, εκτιμάται ότι αποκαθιστούν τη φυσιολογική ισορροπία των βακτηριακών πληθυσμών του εντέρου, σε περίπτωση διαταραχής, ειδικά μετά από χρόνια επεισόδια διάρροιας και δυσκοιλιότητα.
Ορισμένες φορές συνταγογραφούνται φάρμακα για τα συμπτώματα του κάθε ασθενούς- αντισπασμωδικά για τον πόνο, καθαρτικά για την ανακούφιση της δυσκοιλιότητας και ανασταλτικά περισταλτισμού για μείωση της συχνότητας κενώσεων.
Το Σύνδρομο Ευερέθιστου Εντέρου μπορεί να έχει αρνητικό αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής και στη συναισθηματική κατάσταση του ατόμου. Αρκετοί ασθενείς, σύμφωνα με την καθοδήγηση του ιατρού τους ακολουθούν αγωγή με αντικαταθλιπτικά ή συμπεριφοριστική θεραπεία.
https://player.vimeo.com/video/298537528
Βουτυρικό οξύ, μια νέα θεραπεία;
Νέο τρόπο αντιμετώπισης των συμπτωμάτων Συνδρόμου Ευερέθιστου Εντέρου αποτελεί το βουτυρικό οξύ. Το βουτυρικό οξύ σχηματίζεται στο παχύ έντερο, ως αποτέλεσμα της ζύμωσης των διατροφικών ινών. Βρίσκεται και στη φύση ως συστατικό του λίπους στο γάλα και τα παράγωγά του. Σε ένα μη υγιές παχύ έντερο, η ποσότητα και η ποιότητα του βουτυρικού οξέος είναι ιδιαίτερα διαταραγμένες, συνεπώς η αναπλήρωσή του μπορεί να συμβάλει σημαντικά στην αποκατάσταση του εντερικού βλεννογόνου.
Πώς βοηθά το βουτυρικό οξύ
- Συμμετέχει σε ανοσορρυθμιστικές και αντιφλεγμονώδεις διαδικασίες
- Αποτελεί κύρια πηγή ενέργειας για τα κύτταρα του παχέος εντέρου (κολονοκύτταρα)
- Συμβάλλει στη μείωση του εντερικού pH δημιουργώντας ένα δυσμενές περιβάλλον για την ανάπτυξη παθογόνων βακτηρίων
- Διεγείρει την παραγωγή βλέννας
- Ευνοεί την επούλωση των αλλοιώσεων
- Διεγείρει τον κυτταρικό πολλαπλασιασμό και την απόπτωση
- Βοηθά στην απορρόφηση του νερού και των ηλεκτρολυτών (ελαχιστοποίηση διάρροιας)
- Βοηθά το προβιοτικό μείγμα να ενωθεί με τον εντερικό επιθηλιακό ιστό ενισχύοντας τον αποικισμό
Περιορισμοί της θεραπείας με βουτυρικό οξύ μέχρι σήμερα
Αν και η κλινική εμπειρία έχει δείξει όλα αυτά τα οφέλη του βουτυρικού οξέος, οι θεραπευτικές επιλογές με βουτυρικό οξύ που υπήρχαν διεθνώς ήταν είτε με τοπική έκχυση από τον ορθό, το οποίο όμως είχε περιορισμένη δράση καθώς δεν έφτανε σε όλο το παχύ έντερο, είτε με πόσιμο βουτυρικό οξύ, το οποίο όμως δεν έφτανε άθικτο στο παχύ έντερο με αποτέλεσμα και οι 2 μέθοδοι, να μην προσφέρουν την μέγιστη αποτελεσματικότητα και να είναι περιορισμένης δράσης.
Νέες εξελίξεις στη θεραπεία με βουτυρικό οξύ
Το βουτυρικό οξύ αποτελεί βασικό συστατικό του καινοτόμου σκευάσματος ColonLife, με δύο Διπλώματα Ευρεσιτεχνίας και μελέτη από την Πανεπιστημιακή Κλινική Γαστρεντερολογίας του Τορίνο για την ανακούφιση συμπτωμάτων σε ασθενείς με διαγνωσμένο Σύνδρομο Ευερέθιστου Εντέρου. Μετά την ολοκλήρωση της μελέτης οι ασθενείς σημείωσαν σημαντική μείωση του κοιλιακού άλγους, του τυμπανισμού, της συχνότητας των επεισοδίων διάρροιας καθώς και βελτίωση της σύστασης κοπράνων.
Η πατενταρισμένη μορφή των δισκίων βουτυρικού οξέος, που προστατεύεται από Δίπλωμα Ευρεσιτεχνίας, εξασφαλίζει ότι το βουτυρικό οξύ θα φτάνει άθικτο στο παχύ έντερο, όπου θα πραγματοποιηθεί η παρατεταμένη αποδέσμευσή του, επιτυγχάνοντας συνεχόμενη 24ωρη επάλειψη του εντερικού επιθηλίου.
Η αγωγή με ColonLife συνεχίζεται με το ειδικά σχεδιασμένο μείγμα προβιοτικών με πρεβιοτικά. Μάλιστα και τα προβιοτικά στελέχη του ColonLife διαθέτουν Δίπλωμα Ευρεσιτεχνίας, καθώς είναι γαστροανθεκτικά με αποτέλεσμα όλος ο πληθυσμός τους να φτάνει άθικτος στο παχύ έντερο και επίσης παραμένουν ζωντανά και σταθερά σε αριθμό μέχρι τη λήξη του σκευάσματος.
Η επιστημονική κοινότητα των γαστρεντερολόγων στην Ιταλία έχει ήδη αναγνωρίσει το ColonLife για την ευεργετική του δράση σε παθήσεις του παχέος εντέρου - Σύνδρομο Ευερέθιστου Εντέρου, Κολίτιδα, Ελκώδη Κολίτιδα, Νόσο του Croh, Εκκολπωματική Νόσο.
Μάθετε περισσότερα για το ColonLife εδώ.
Πηγές:
Butyric acid in irritable bowel syndrome, Andrzej Załęski, Aleksandra Banaszkiewicz, Jarosław Walkowiak, Przegląd Gastroenterologiczny 2013; 8 (6)
Microencapsulated sodium butyrate reduces the frequency of abdominal pain in patients with irritable bowel syndrome, T. Banasiewicz, Ł. Krokowicz, Z. Stojcev, B. F. Kaczmarek–, E. Kaczmarek, J. Maik, R. Marciniak, P. Krokowicz, J. Walkowiak and M. Drews, Colorectal Disease, 2012 The Association of Coloproctology of Great Britain and Ireland. 15, 204–209
Butyrate and the colonocyte. Production, absorption, metabolism, and therapeutic implications. Velázquez OC, Lederer HM, Rombeau JL. Adv Exp Med Biol. 1997; 427():123-34.
Quality of life and the clinical symptoms at the patients with irritable bowel syndrome treated complementary with protected sodium butyrate. Banasiewicz T, Kaczmarek E, Maik J, et al. Gastroenterol Prakt. 2011;5:45–53.
Butyric acid in functional constipation, Aleksandra Pituch, Jarosław Walkowiak, and Aleksandra Banaszkiewicz, Prz Gastroenterol. 2013; 8(5): 295–298.
Physiological and anti-inflammatory roles of dietary fiber and butyrate in intestinal functions.Andoh A, Bamba T, Sasaki M, JPEN J Parenter Enteral Nutr. 1999 Sep-Oct; 23(5 Suppl):S70-3.
Anti-inflammatory effects of sodium butyrate on human monocytes: potent inhibition of IL-12 and up-regulation of IL-10 production. Säemann MD, Böhmig GA, Osterreicher CH, et al. FASEB J. 2000;14:2380–2.
{{dname}} - {{date}}
{{body}}
Απάντηση Spam
{{#subcomments}} {{/subcomments}}