Γράφει ο Dr. Δημήτρης Τσουκαλάς, MD

Η θυρεοειδίτιδα ή νόσος του Χασιμότο είναι ένα από τα πιο κοινά αυτοάνοσα νοσήματα. Επηρεάζει σημαντικά την ποιότητα ζωής εκατομμυρίων γυναικών σε όλο τον κόσμο. 

Οι ασθενείς με νόσο του Χασιμότο εμφανίζουν κοινές μεταβολικές διαταραχές και παράγοντες εμφάνισης της νόσου. Ο λόγος που η νόσος προσβάλλει κυρίως το γυναικείο φύλο, είναι το ιδιαίτερο μεταβολικό προφίλ των γυναικών και οι πολλαπλές ορμονικές αλλαγές που προκύπτουν κατά τη διάρκεια της ζωής τους.

Καθώς αυξάνεται η κατανόηση για τους μηχανισμούς που οδηγούν στην εκδήλωση της νόσου, νέες προσεγγίσεις επιδεικνύουν ενθαρρυντικά αποτελέσματα στην αντιμετώπισή της.

Η θυρεοειδίτιδα ή νόσος του Χασιμότο περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Ιάπωνα γιατρό Χακάρου Χασιμότο το 1912 και αναγνωρίστηκε ως αυτοάνοσο νόσημα το 1957. Είναι ένα από τα πιο κοινά νοσήματα του θυρεοειδή αδένα και εννιά στις δέκα φορές πλήττει γυναίκες.

Η διάγνωση της θυρεοειδίτιδας του Hashimoto, γίνεται συνήθως όταν οι ασθενείς αρχίζουν να εμφανίζουν συμπτώματα υποθυρεοειδισμού. 

Η νόσος του Χασιμότο, εκδηλώνεται συνήθως μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο μεταβολικών διαταραχών, που είναι και τα πραγματικά αίτια ανάπτυξης της νόσου και τα οποία θα εξετάσουμε παρακάτω.

Συμπτωματολογία

Με τη σταδιακή καταστροφή του θυρεοειδή αδένα από το ανοσοποιητικό σύστημα, μέσα σε διάστημα μηνών ή ετών, εμφανίζονται συμπτώματα υποθυρεοειδισμού, όπως:

  • κόπωση και χαμηλή ενέργεια
  • αύξηση βάρους
  • κατακρατήσεις υγρών 
  • δυσκοιλιότητα
  • ξηρό δέρμα
  • μελαγχολία και κακή διάθεση
  • τριχόπτωση και εύθραυστα νύχια
  • δυσανεξία στο κρύο
  • μειωμένη εφίδρωση
  • υπνηλία κατά τη διάρκεια της ημέρας
  • απώλεια μνήμης, μειωμένη πνευματική διαύγεια
  • πόνοι στις αρθρώσεις και μυϊκές κράμπες

Παρακολούθηση και φαρμακευτική αγωγή

Τα συμπτώματα υποθυρεοειδισμού συχνά συνοδεύονται από αυξημένες διαστάσεις του αδένα (βρογχοκήλη), υψηλά επίπεδα TSH, αυξημένα επίπεδα αντισωμάτων κατά του θυρεοειδή και αλλαγή της σύστασης του αδένα στο υπερηχογράφημα. 

Η διάγνωση της νόσου γίνεται με την ανεύρευση αυτο-αντισωμάτων έναντι του θυρεοειδή (αντι-TPO, αντι-TG). Εφόσον η λειτουργία του αδένα παραμένει φυσιολογική, συστήνεται η περιοδική παρακολούθηση της πορείας της νόσου, χωρίς την χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής. 

Όταν ο θυρεοειδής αρχίζει να υπολειτουργεί, γίνεται χορήγηση θυρεοειδικών ορμονών (λεβοθυροξίνης: T4, Euthyrox, Medithyrox). Η παρακολούθηση της ρύθμισης της δόσης της φαρμακευτικής αγωγής, γίνεται με μετρήσεις της TSH, των επιπέδων των θυρεοειδικών ορμονών και αξιολόγηση της κλινικής εικόνας του ασθενούς. 

Για τον προσδιορισμό της σωστής δοσολογίας της λεβοθυροξίνης, αρχικά ο γιατρός ελέγχει τα επίπεδα της TSH, στη συνέχεια τα ελέγχει ξανά μετά από έξι έως οκτώ εβδομάδες θεραπείας και επανελέγχει μετά από οποιαδήποτε αλλαγή της δόσης. Μόλις προσδιοριστεί η δόση που διατηρεί τις εξετάσεις του θυρεοειδούς σε φυσιολογικά επίπεδα, ο γιατρός είναι πιθανό να ελέγχει το επίπεδο TSH περίπου κάθε 6 ή 12 μήνες, καθώς η δοσολογία που χρειάζεται ο οργανισμός μπορεί να αλλάξει. 

Η λήψη μικρότερης δόσης από την ιδανική, οδηγεί στην επανεμφάνιση των συμπτωμάτων του υποθυρεοειδισμού. Αντιθέτως, υψηλότερες ποσότητες θυρεοειδικής ορμόνης από αυτές που χρειάζεται το σώμα, μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο οστεοπόρωσης. Υψηλότερες δόσεις λεβοθυροξίνης μπορούν επίσης να προκαλέσουν διαταραχές του καρδιακού ρυθμού (αρρυθμίες) και υπερένταση.

Η λήψη θυρεοειδικών ορμονών βελτιώνει σημαντικά τα περισσότερα από τα συμπτώματα του υποθυρεοειδισμού, δεν αντιμετωπίζει όμως τους αιτιολογικούς παράγοντες που οδήγησαν στην εμφάνιση της νόσου και δεν καταφέρνει να προσομοιάσει πλήρως τις φυσιολογικές ορμονικές διακυμάνσεις και προσαρμογές του οργανισμού σε διαφορετικές συνθήκες.

Αυτός είναι και ο κύριος λόγος που πολλά άτομα υπό φαρμακευτική αγωγή δεν νιώθουν ότι έχουν πετύχει ιδανική ρύθμιση, ακόμη και όταν οι ορμονολογικές τους εξετάσεις είναι μέσα στα φυσιολογικά όρια.

 

Εικόνα: Ενδεικτικά συμπτώματα υποθυρεοειδισμού. AACC. 

Θυρεοειδής, ο ρυθμιστής του μεταβολισμού

Ο θυρεοειδής αδένας είναι υπεύθυνος για τη ρύθμιση και την προσαρμογή του μεταβολισμού στις καθημερινές εναλλαγές συνθηκών που αφορούν την εξωτερική θερμοκρασία, τις απαιτήσεις για ενέργεια, την πέψη και τις εναλλαγές της διάθεσης, μεταξύ άλλων.

Αν θα πρέπει να ανέβουμε τις σκάλες ή να κάνουμε σωματική άσκηση, ο θυρεοειδής αυξάνει τη λειτουργία του και τον μεταβολισμό, το ίδιο κάνει και όταν κάνει κρύο, όταν έχουμε στρες και πρέπει να αντιμετωπίσουμε κάποια δυσκολία στη ζωή, αλλά και όταν είμαστε χαρούμενοι ή ενθουσιασμένοι.

Όταν όμως ξεκουραζόμαστε, είμαστε χαλαροί, λυπημένοι ή κάνει ζέστη, ο θυρεοειδής μειώνει τη λειτουργία του και τον μεταβολισμό.

Η μειωμένη λειτουργία του θυρεοειδή και η επιβράδυνση του μεταβολισμού, είναι και ο λόγος που ο υποθυρεοειδισμός εμφανίζεται με κούραση, δυσανεξία στο κρύο, μελαγχολία και αύξηση βάρους, μεταξύ άλλων.

Αντίθετα ο υπερθυρεοειδισμός εμφανίζεται με συμπτώματα όπως υπερένταση, απώλεια βάρους, ταχυκαρδία, δυσανεξία στη ζέστη και γενικά συμπτώματα που συνδέονται με αυξημένο μεταβολισμό.

Πολλά άτομα υπό φαρμακευτική αγωγή νιώθουν ότι δεν έχουν πετύχει ιδανική ρύθμιση ακόμη και όταν οι ορμονολογικές τους εξετάσεις είναι μέσα στα φυσιολογικά όρια.
 
Οι δύο κύριοι λόγοι για αυτό είναι: α) Δεν έχουν ακόμη αποκατασταθεί οι μεταβολικές διαταραχές που συνυπάρχουν της νόσου β) Η ορμονική υποκατάσταση δεν μπορεί να προσομοιάσει τις φυσιολογικές ορμονικές διακυμάνσεις.  

Όπως αναφέραμε παραπάνω, η θυρεοειδίτιδα Χασιμότο οδηγεί σταδιακά σε υπολειτουργία του αδένα και υποθυρεοειδισμό. Η λήψη θυρεοειδικών ορμονών, καλύπτει το ορμονικό έλλειμμα και  βοηθά στη βελτίωση των συμπτωμάτων του υποθυρεοειδισμού.

Ωστόσο, η προσαρμογή που γίνεται στη φαρμακευτική αγωγή 1-2 φορές το χρόνο, δεν μπορεί να υποκαταστήσει πλήρως, τη συνεχή και ακριβή ρύθμιση που κάνει το σώμα μας.

Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι γιατί ο ανθρώπινος οργανισμός, μέσω της αυξομείωσης της θυρεοειδικής λειτουργίας προσαρμόζει το μεταβολισμό στις συνθήκες που επικρατούν, με αποκρίσεις που γίνονται και σε χρονικό διάστημα δευτερολέπτων.

Έχουμε διαπιστώσει μέσα από την εμπειρία μας, ότι ακόμη και όταν ο θυρεοειδής αδένας υπολειτουργεί έως και κατά 80%, αυτό το ποσοστό μπορεί να καλυφθεί αποτελεσματικά μέσα από ορμονική υποκατάσταση. Η έστω και κατά 20% εναπομείνασα λειτουργία του αδένα, μπορεί να καλύψει κατά σημαντικό ποσοστό τις συνήθεις προσαρμογές του μεταβολισμού στις ανάγκες της καθημερινότητας, επιτρέποντας μια πολύ καλή ποιότητα ζωής.

Για αυτό είναι σημαντικό να καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να διατηρηθεί οποιαδήποτε εναπομείνασα λειτουργία του αδένα, η οποία επιτρέπει στον οργανισμό να προσαρμόζεται μεταβολικά στις συνεχείς αλλαγές που απαιτούνται από τις συνθήκες.

Βασικά αίτια της θυρεοειδίτιδας Χασιμότο

Ο λόγος που η θυρεοειδίτιδα Χασιμότο πλήττει κυρίως το γυναικείο φύλο, είναι το ιδιαίτερο μεταβολικό προφίλ των γυναικών και οι πολλαπλές ορμονικές αλλαγές που προκύπτουν κατά τη διάρκεια της ζωής τους: εμμηναρχή, εφηβεία, ωορρηξία, έμμηνος ρύση, κύηση, κλιμακτήριος, εμμηνόπαυση. 

Κάθε ορμονική αλλαγή, επηρεάζει άμεσα τη συνολική μεταβολική κατάσταση του οργανισμού. 

Όλες οι γυναίκες το βιώνουν αυτό, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, λίγες μέρες πριν την περίοδο, κατά τη διάρκεια της κύησης ή στην κλιμακτήριο, όταν αλλάζουν έντονα η όρεξη, τα επίπεδα ενέργειας, η διάθεση, το βάρος, το επίπεδο κατακρατήσεων κ.ά.   

Αλλαγές και διαταραχές του μεταβολισμού, συνδέονται άμεσα με την ανάπτυξη αυτοάνοσου νοσήματος. Πρόκειται για μια νόσο με σημαντικό μεταβολικό υπόβαθρο. Υπάρχουν τέσσερις κύριοι παράγοντες κινδύνου που οδηγούν στην εμφάνιση της συγκεκριμένης νόσου.

Χαμηλός μεταβολισμός: Ελλείψεις σε βιταμίνες και μικροθρεπτικά στοιχεία, αλλά και η αυξημένη οξείδωση, μπλοκάρουν τις μεταβολικές διεργασίες που αφορούν στην παραγωγή ενέργειας του οργανισμού.

Διαταραχή στο μεταβολισμό της γλυκόζης: Η αυξημένη κατανάλωση υψηλά επεξεργασμένων τροφών και ζάχαρης, αναγκάζει τον οργανισμό να εκκρίνει όλο και μεγαλύτερες ποσότητες ινσουλίνης, ώστε να διατηρήσει τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα εντός του φυσιολογικού. Η ινσουλίνη, καταστέλλει σε σημαντικό βαθμό τη λειτουργία του θυρεοειδούς αδένα, ενώ παράλληλα απορυθμίζει τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος.

Έλλειψη βιταμίνης D3 και μικροθρεπτικά συστατικά: Βιταμίνες και θρεπτικά στοιχεία, όπως η βιταμίνη D, τα ω3 λιπαρά οξέα, το μαγνήσιο, το σελήνιο, τα προβιοτικά κ.ά. είναι απαραίτητα για την ομαλή λειτουργία του θυρεοειδή και την παραγωγή των θυρεοειδικών ορμονών. Ελλείψεις σε αυτά τα στοιχεία συνδέονται με αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης της θυρεοειδίτιδας Χασιμότο.

Ψυχογενές στρες: προκαλεί ορμονικές και μεταβολικές διαταραχές, που αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητα ανάπτυξης αυτοανοσίας. Παρότι το ψυχογενές στρες δεν αρκεί από μόνο του, ώστε να οδηγήσει σε αυτοανοσία, επί εδάφους σημαντικής μεταβολικής διαταραχής, μπορεί να πυροδοτήσει την εμφάνιση της νόσου του Χασιμότο.

Οι παραπάνω τέσσερις παράγοντες, επηρεάζουν αρνητικά τη λειτουργία των θυρεοειδικών κυττάρων. Επιδρώντας για μεγάλα χρονικά διαστήματα, αλλοιώνουν τη σύσταση και τη μορφολογία των κυττάρων του θυρεοειδούς.

Η αλλοίωση της μορφολογίας των θυρεοειδικών κυττάρων είναι τέτοια, που το ανοσοποιητικό σύστημα καταλήγει να τα βλέπει ως ξένα και τους επιτίθεται, παράγοντας αντισώματα εναντίον τους.

Είναι αξιοσημείωτο ότι ο υποθυρεοειδισμός επιδεινώνει περαιτέρω τους παραπάνω παράγοντες, μπλοκάροντας επιπλέον τον μεταβολισμό, αυξάνοντας την αντίσταση στη βιταμίνη D, επιδεινώνοντας επιπρόσθετα τη διάθεση και τις νοητικές λειτουργίες.

Οι εξετάσεις Μεταβολομικής συμβάλλουν στην αντιμετώπιση της νόσου του Χασιμότο

Η θυρεοειδίτιδα Ηashimoto, είναι μια νόσος που προκύπτει από τον συνδυασμό γενετικών και επιγενετικών παραγόντων -που σχετίζονται με τον τρόπο ζωής και το περιβάλλον. 

Ειδικές εξετάσεις που μετρούν πολύ μικρά μόρια, οι μεταβολομικές αναλύσεις, εντοπίζουν τις ακριβείς ιατρικές παρεμβάσεις που πρέπει να γίνουν στον τρόπο ζωής και διατροφής και επιφέρουν μακροχρόνια και σημαντική βελτίωση στην πλειοψηφία των περιπτώσεων. 

Το πλεονέκτημα των μεταβολομικών αναλύσεων, είναι ότι το αποτέλεσμα των μετρήσεων συνδυάζει τη γενετική ποικιλομορφία ενός ατόμου, με τις ατομικές επιλογές διατροφής και τρόπου ζωής, που διαμορφώνουν την τρέχουσα κατάσταση της υγείας του.
 
Η στοχευμένη διόρθωση των ελλείψεων και η αποκατάσταση των μεταβολικών παραγόντων κινδύνου συμβάλλουν στη(ν):

  • καλύτερη ανταπόκριση στη φαρμακευτική αγωγή
  • βελτίωση των συμπτωμάτων της νόσου
  • αναχαίτιση της εξέλιξης της νόσου
  • βελτίωση της ποιότητας ζωής
  • ενδυνάμωση του οργανισμού
  • αύξηση των επιπέδων ενέργειας

Έχουμε διαπιστώσει, μέσα από χιλιάδες περιστατικά με τη Νόσο του Χασιμότο, ότι η διόρθωση ελλείψεων του οργανισμού σε βιταμίνες και μικροθρεπτικά συστατικά, η αποκατάσταση του μεταβολισμού και η ρύθμιση του βάρους σε φυσιολογικά επίπεδα μπορούν να αλλάξουν ριζικά την πορεία της νόσου του Hashimoto προς το καλύτερο.

Το 85% των ασθενών μας παρατηρεί σημαντική βελτίωση στην ποιότητα ζωής του. Συγκεκριμένα, η μείωση του βάρους και των κατακρατήσεων, η αύξηση της ενέργειας και η βελτίωση της διάθεσης και των υπόλοιπων συμπτωμάτων που συνδέονται με τη νόσο του Χασιμότο, είναι τα πιο συχνά σημεία βελτίωσης.

Είναι ζωτικής σημασίας η ταχύτερη δυνατή παρέμβαση για την αποκατάσταση των παραπάνω, με στόχο την αναστολή της εξέλιξης της νόσου.

Περισσότερες πληροοφορίες: www.drtsoukalas.com 

Ειδήσεις υγείας σήμερα
ΕΛΙΚΑΡ: Κοινωνική δράση υλοποίησης δωρεάν καρδιολογικού ελέγχου
13ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ασθενών: Οι ασθενείς και το αύριο της Υγείας
Συναγερμός για τη μικροβιακή αντοχή - Τι εντόπισε σε ελληνικά νοσοκομεία κλιμάκιο του ECDC