Το Μπαγκλαντές ανέφερε τη χειρότερη επιδημία δάγκειου πυρετού που έχει καταγραφεί ποτέ στη χώρα.

Περισσότεροι από 1.000 άνθρωποι έχουν πεθάνει από την ασθένεια που μεταδίδεται από τα κουνούπια στη χώρα της Νότιας Ασίας από την αρχή του έτους, σύμφωνα με στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα από τις κρατικές υγειονομικές αρχές την Κυριακή.

Πρόκειται για πολλαπλάσιο αριθμό από το προηγούμενο υψηλό επίπεδο των 281 θανάτων πέρυσι.

Συνολικά, οι αρχές κατέγραψαν 200.000 κρούσματα δάγκειου πυρετού σε εθνικό επίπεδο από τον Ιανουάριο. Μεταξύ των νεκρών ήταν 112 παιδιά ηλικίας 15 ετών και κάτω, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία.

Ο αριθμός των νεκρών είναι υψηλότερος από ό,τι όλα τα έτη μαζί από την πρώτη μεγάλη επιδημία στο Μπανγκλαντές το 2000, δήλωσε στο πρακτορείο ειδήσεων AFP ο πρώην επικεφαλής του υπουργείου Υγείας Μπε-Ναζίρ Αχμέντ.

Οι επιστήμονες αποδίδουν τη φετινή σφοδρή επιδημία στις ακανόνιστες βροχές και τις υψηλές θερμοκρασίες κατά την ετήσια περίοδο των μουσώνων στο Μπαγκλαντές, οι οποίες δημιούργησαν ιδανικές συνθήκες αναπαραγωγής για τα κουνούπια.

Ο δάγκειος πυρετός είναι μια κοινή ασθένεια στις τροπικές περιοχές που προκαλεί υψηλό πυρετό, πονοκέφαλο, ναυτία, εμετό, μυϊκούς πόνους και, στις χειρότερες περιπτώσεις, αιμορραγία που μπορεί να οδηγήσει σε θάνατο.

Συνήθως, τα περισσότερα κρούσματα στο Μπανγκλαντές αναφέρονται κατά την περίοδο των βροχών μεταξύ Ιουλίου και Σεπτεμβρίου. Φέτος, τα νοσοκομεία δέχονταν ήδη τους πρώτους ασθενείς κατά τους χειμερινούς μήνες.

Ο επικεφαλής του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (Π.Ο.Υ), Tedros Adhanom Ghebreyesus, δήλωσε τον Σεπτέμβριο ότι η επιδημία ασκεί τεράστια πίεση στο σύστημα υγείας του Μπαγκλαντές.

Σύμφωνα με τον Π.Ο.Υ, ασθένειες που μεταδίδονται από κουνούπια, όπως ο δάγκειος πυρετός, αλλά και ο κίτρινος πυρετός και ο ιός ζίκα, εξαπλώνονται ταχύτερα και περισσότερο λόγω της κλιματικής αλλαγής.

Ειδήσεις υγείας σήμερα
Η ορμόνη του έρωτα περνάει από το στομάχι: Νέα προσέγγιση στο σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου
Εξελίξεις στην αντιμετώπιση των παθήσεων του αγκώνα
Ινομυώματα: Πότε και πώς πρέπει να αφαιρούνται