Κανένα κρούσμα ιλαράς δεν δηλώθηκε στην Ελλάδα την περίοδο 2021 - 2023. Εκτιμάται πως αυτό οφείλεται σε υπο-δήλωση λόγω της πανδημίας.

Συνολικά, η μέση επίπτωση στο σύνολο της χώρας από το 2004 είναι 1,92 ανά 100.000 πληθυσμού, με ετήσιο αριθμό κρουσμάτων πάνω από 207.

Τα παραπάνω επισημαίνονται σε σημερινή έκθεση του ΕΟΔΥ για την επιδημιολογική εικόνα της νόσου στην Ελλάδα.

Όπως αναφέρεται, κατά τη χρονική περίοδο 2004 - 2023, εκδηλώθηκαν τρεις επιδημίες ιλαράς στη χώρα μας κατά τα έτη 2005 - 2006, 2010 - 2011 και 2017 - 2018 και δηλώθηκαν συνολικά 4.151 κρούσματα ιλαράς.

Η πρώτη επιδημία κορυφώθηκε το έτος 2006 με 518 δηλωθέντα κρούσματα, η δεύτερη επιδημία, περιορισμένης έκτασης, εκδηλώθηκε το έτος 2010 με 149 δηλωθέντα κρούσματα και η τρίτη - και μεγαλύτερης έκτασης - άρχισε το έτος 2017 με 968 δηλωθέντα κρούσματα.

Από το σύνολο των 4.151 κρουσμάτων ιλαράς, που δηλώθηκαν το διάστημα 2004 - 2023, νοσηλεύτηκαν τα 2.630 (63,36%).

Επιπλοκές - θάνατοι

Συνολικά, 715 κρούσματα παρουσίασαν επιπλοκές με συχνότερα δηλούμενες: πνευμονία (273), ωτίτιδα (111), ηπατίτιδα (74), αυξημένα επίπεδα τρανσαμινασών (67), βρογχιολίτιδα (59). Αξίζει να σημειωθεί η δήλωση 6 περιπτώσεων εγκεφαλίτιδας.

Κατά την επιδημική έξαρση των ετών 2017 - 2018, σημειώθηκαν 4 θάνατοι (2 σε κάθε έτος).

Η ετήσια θνητότητα για τα έτη 2017 και 2018 ανάγεται σε 0,21% και 0,09% αντίστοιχα, ενώ η μέση θνητότητα για την περίοδο 2004 - 2023 είναι 0,1%.

Σε όλα τα υπόλοιπα κρούσματα που καταγράφηκαν κατά την περίοδο 2004 - 2023, η έκβαση ήταν ίαση.

Πρόληψη

Κεντρικό σημείο της στρατηγικής πρόληψης της ιλαράς είναι ο εμβολιασμός. Το εμβόλιο που κυκλοφορεί περιέχει ζώντα εξασθενημένο ιό ιλαράς, που έχει καλλιεργηθεί σε κύτταρα εμβρύου όρνιθας.

Το εμβόλιο συνιστάται να γίνεται υποδόρια σε δυο δόσεις και σε κάθε περίπτωση είναι καλύτερο να δίνεται με τη μορφή τριδύναμου (ιλαράς - ερυθράς - παρωτίτιδας) ή τετραδύναμου εμβολίου (ιλαράς - ερυθράς παρωτίτιδας - ανεμευλογιάς).

Στην Ελλάδα, το εμβόλιο ιλαράς άρχισε να κυκλοφορεί στο εμπόριο στις αρχές της δεκαετίας του '70, εντάχθηκε στο Εθνικό πρόγραμμα εμβολιασμών το 1981 [15] και το 1989 εντάχθηκε ως τριπλό εμβόλιο ιλαράς - ερυθράς - παρωτίτιδας (MMR).

Το 1991 καθιερώθηκε η 2η δόση του MMR σε ηλικία 11 - 12 ετών και από το 1999 αυτή γίνεται σε ηλικία 4 - 6 ετών.

Σύμφωνα με το τρέχον Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών Παιδιών και Εφήβων 2023, συνιστώνται 2 δόσεις του εμβολίου.

Η 2η δόση συστήνεται σε ηλικία 24 - 47 μηνών, μπορεί όμως να χορηγηθεί και νωρίτερα, αρκεί να έχουν περάσει 4 εβδομάδες μετά την πρώτη. Και οι δύο  δόσεις πρέπει να χορηγούνται μετά το 12ο μήνα ζωής.

Παιδιά και έφηβοι που δεν έχουν εμβολιασθεί με 2η δόση πρέπει να αναπληρώσουν το ταχύτερο δυνατόν. Επίσης, σε περιόδους επιδημίας μπορεί να γίνεται εμβολιασμός με MMR από την ηλικία των 6 μηνών.

Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να επανεμβολιάζονται με 2 δόσεις MMR μετά την ηλικία των 12 μηνών σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα.

Ανοσία

Το εμβόλιο εξασφαλίζει μακρόχρονη ανοσία και έχει βρεθεί ότι σε παιδιά που εμβολιάστηκαν σε ηλικία 15 μηνών, αυτή ανέρχεται σε ποσοστό 98%, ενώ αν εμβολιάστηκαν σε ηλικία 12 μηνών το ποσοστό είναι 95%.

Περίπου 2% - 5% των παιδιών που εμβολιάζονται με την πρώτη δόση του εμβολίου παρουσιάζουν αποτυχία στην πρωτογενή αντισωματική απάντηση.

Τα περισσότερα από τα παιδιά που δεν ανέπτυξαν αντισώματα μετά την πρώτη δόση, ανταποκρίνονται με τη δεύτερη δόση, ώστε το 99% των εμβολιασθέντων με δυο δόσεις παιδιών να παρουσιάζουν αντισωματική απάντηση ενδεικτική ανοσίας στην ιλαρά.

Η χορήγηση του εμβολίου με ζώντες εξασθενημένους ιούς αντενδείκνυται στις παρακάτω περιπτώσεις:

  • Σε ασθενείς με ανοσοκαταστολή. Η HIV λοίμωξη δεν αποτελεί απόλυτη αντένδειξη.
  • Σε επίνοσες γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας θα πρέπει να δίνονται σαφείς οδηγίες να αποφύγουν την εγκυμοσύνη για τουλάχιστον ένα μήνα μετά τον εμβολιασμό τους με εμβόλιο MMR για τον θεωρητικό κίνδυνο πρόκλησης βλάβης στο έμβρυο.
  • Σε άτομα που παρουσίασαν αντίδραση υπερευαισθησίας σε προηγούμενη δόση του εμβολίου, στη ζελατίνη ή στη νεομυκίνη. Η αλλεργία στο αβγό δεν αποτελεί αντένδειξη.

Το εμβόλιο θα πρέπει να χορηγείται τουλάχιστον 14 ημέρες πριν τη χορήγηση γ-σφαιρίνης ή μετάγγισης αίματος ή 3 μήνες μετά.

Ειδήσεις υγείας σήμερα
Ο Όμιλος ΠΡΟΣΥΦΑΠΕ ενδυναμώνει τον επιστημονικό ρόλο του φαρμακοποιού
Ανεμοβολογιά: Όσα πρέπει να γνωρίζετε
90 φοιτητές του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας συμμετείχαν στο Workshop ''Δικαιώματα Υγείας στην ΕΕ για την Τρίτη Ηλικία»''