Kάθε πέρυσι και καλύτερα. Λόγια που ταιριάζουν γάντι στην περίπτωση του νοσοκομειακού clawbαck το ποσοστό του οποίου κάθε χρόνο σκαρφαλώνει και ψηλότερα. Ο πρόσφατος καταλογισμός του πρώτου τριμήνου του 2023, οδήγησε σε υποχρεωτικές επιστροφές (clawback) 82,9% από τις εταιρείες για τα φάρμακα άνω των 30 ευρώ, έναντι 69% το 2022.

Η παράλογη αυτή εξέλιξη υποχρεώνει τις φαρμακευτικές επιχειρήσεις να πληρώνουν σχεδόν τα 8 στα 10 φάρμακα, με την Πολιτεία να καλύπτει σχεδόν τα 2 στα 10.

Το αδιέξοδο επισημαίνεται σε επιστολή που απέστειλε στον πρωθυπουργό το προεδρείο του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδας (ΣΦΕΕ).

Οι εκπρόσωποι των εταιρειών κάνουν λόγο για πρωτοφανές στα ευρωπαϊκά και παγκόσμια δεδομένα ύψος επιστροφών, το οποίο καταδεικνύει τη διαχρονικά αποτυχημένη πολιτική που ακολουθείται στον τομέα του φαρμάκου, καθώς και την ακραία υποχρηματοδότηση του νοσοκομειακού φαρμακευτικού προϋπολογισμού.

Δεν μπορούσαν να δουν την εξέλιξη ούτε στο χειρότερό τους εφιάλτη, ενώ και οι σχέσεις τους με τις μητρικές που θέλουν να βλέπουν κάποια κέρδη είναι στην κόψη του ξυραφιού, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει: από πάγωμα εισαγωγής νέων θεραπειών στην ελληνική αγορά, μέχρι ετοιμάζω βαλίτσες και φεύγω από την Ελλάδα.

Σε μία προσπάθεια να ελαφρύνει το κλίμα, η κυβέρνηση ανακοίνωσε στους εκπροσώπους των εταιρειών ενίσχυση του προϋπολογισμού νοσοκομειακών φαρμάκων με 50 εκατομμύρια ευρώ.

Το σίριαλ, ωστόσο, έχει και άλλα επεισόδια. Σύμφωνα με καλά ενημερωμένες πηγές, η κατάσταση θα είναι ακόμη χειρότερη με το clawback του δεύτερου εξαμήνου του 2023, το οποίο αναμένεται να καταλογιστεί στις επιχειρήσεις το επόμενο διάστημα.

Οι ίδιες πηγές επισημαίνουν πως οι επιπλέον πόροι που διατίθενται θα βελτιώσουν ελαφρώς την κατάσταση, η οποία θα παραμείνει προβληματική για ολόκληρη τη νοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη του 2023. Αισθητή βελτίωση εκτιμάται ότι θα υπάρξει από τo 2024, αλλά αυτό αφορά μακρινό ορίζοντα...

Η υποχρηματοδότηση του νοσοκομειακού φαρμάκου

Το μέτρο του clawback στα φαρμακευτικά σκευάσματα που διατίθενται από τα φαρμακεία των δημοσίων νοσοκομείων εφαρμόστηκε για πρώτη φορά το 2016, σε ένα περιβάλλον επείγουσας δημοσιονομικής προσαρμογής.

Από το πρώτο έτος επιβολής του, ο προϋπολογισμός νοσοκομειακού φαρμάκου διαμορφώθηκε σε επίπεδα κατά 22% κάτω από τις πραγματικές ανάγκες των νοσοκομείων για φαρμακευτικά σκευάσματα της προηγούμενης χρονιάς και 30% κάτω από την αντίστοιχη κατανάλωση του 2016 (προϋπολογισμός 580 εκατ. ευρώ το 2016, έναντι συνολικής δαπάνης 764 εκατ. ευρώ το 2015 και 850 εκατ. ευρώ το 2016).

Στα επόμενα χρόνια και παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα έβγαινε από το καθεστώς της αυστηρής δημοσιονομικής επιτήρησης και επέστρεφε σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας, το μέτρο του clawback μετατράπηκε από μία έκτακτη παρέμβαση σε κύριο εργαλείο άσκησης φαρμακευτικής πολιτικής.

Παράγοντες της αγοράς τονίζουν πως η κυβέρνηση επαναπαύθηκε στο μνημονιακό και καθαρά εισπρακτικό μέτρο, χάρη στο οποίο δεν χρειάστηκε να πάρει πραγματικά μέτρα εξορθολογισμού της δαπάνης ή διαμόρφωσης πιο ρεαλιστικών προϋπολογισμών.

Επιβάρυνση των νοσοκομειακών καινοτόμων θεραπειών  

Δεν είναι καθόλου τυχαίο, πως το πλαίσιο γίνεται όλο και πιο εχθρικό για τις καινοτόμες θεραπείες. Η τάση επιδεινώθηκε περαιτέρω το 2022, ειδικά για τα καινοτόμα νοσοκομειακά σκευάσματα για σοβαρές χρόνιες παθήσεις, όπως ο καρκίνος, τα αυτοάνοσα και μεταδοτικά νοσήματα.

Η κυβέρνηση εφάρμοσε μέτρο σύμφωνα με το οποίο τα νοσοκομειακά σκευάσματα κάτω των 30 ευρώ απολαμβάνουν έκπτωση ή απαλλαγή από το clawback. Το χρηματοδοτικό κενό που ανήλθε τελικά στα 80 εκατ. ευρώ το 2022, δεν καλύφθηκε από τον κρατικό προϋπολογισμό, αλλά μετατοπίστηκε στις ήδη υπέρογκες υποχρεωτικές πληρωμές των υπόλοιπων φαρμάκων.

Ως αποτέλεσμα, η υπερφορολόγηση των καινοτόμων θεραπειών νοσοκομειακής χρήσης μέσω των υποχρεωτικών επιστροφών εκτοξεύθηκε από το 54,83% το 2021 στο 69,8% το 2022, καθιστώντας τη βιωσιμότητα των προϊόντων και των εταιρειών εξαιρετικά επισφαλή.

Η στρέβλωση αυτή εγείρει επιπλέον ζητήματα νομοθεσίας ανταγωνισμού και ισότιμης μεταχείρισης των εταιρειών, καθώς η υπέρβαση του προϋπολογισμού φαρμάκου καταγράφει εξαιρετικά ευρεία διακύμανση ανάμεσα στα κανάλια διάθεσης, δημιουργώντας ανισότητες τόσο στην αγορά όσο, και στους ασθενείς διαφορετικών θεραπευτικών κατηγοριών.

Η μελέτη του ΙΟΒΕ

Σύμφωνα με μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), η Φαρμακοβιομηχανία έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στην κάλυψη της φαρμακευτικής δαπάνης, υποκαθιστώντας τον ρόλο της Πολιτείας.

Η συνολική φαρμακευτική δαπάνη (εξωνοσοκομειακή και νοσοκομειακή) διαμορφώθηκε το 2022 στα 6,2 δισ. ευρώ, σε σύγκριση με 5,6 δισ. ευρώ το 2021, ενώ εκτιμάται ότι το 2023 η δαπάνη ανήλθε στα 7,1 δισεκατομμύρια.

Η δημόσια δαπάνη για το 2022 ήταν στα 2,7 δισ. ευρώ, με εκτίμηση για 2,8 δισεκατομμύρια το 2023, ενώ η συμμετοχή της φαρμακοβιομηχανίας στη φαρμακευτική δαπάνη αυξήθηκε για το 2022 στα 2,9 δισ. ευρώ, και στα 3,5 δισ. ευρώ το 2023 (εκτίμηση).

Τα τελευταία δύο χρόνια, η συμμετοχή του κλάδου στη φαρμακευτική δαπάνη ξεπερνά εκείνη του Δημοσίου. Από το 2022 και μετά, το κράτος έκανε ανακατανομή της δαπάνης στα τρία κανάλια διανομής (retail, ΦΥΚ και νοσοκομεία), με αποτέλεσμα μια άνιση ανακατανομή των υποχρεωτικών επιστροφών, ειδικά στα νοσοκομειακά φάρμακα και στα φάρμακα υψηλού κόστους.

Τέλος, η συμμετοχή των ασθενών αυξήθηκε το 2022 στα 698 εκατομμύρια ευρώ και στα 734 εκατομμύρια το 2023.

Απόρροια των συνεχώς αυξανόμενων επιστροφών είναι η λιγότερη φαρμακευτική καινοτομία που φτάνει στους Έλληνες ασθενείς, καθώς από τα 167 νέα φάρμακα που εγκρίθηκαν κατά την περίοδο 2019 - 2022, μόλις τα 79 (47%) εισήχθησαν στην Ελλάδα, ενώ μόνο 43 από αυτά είναι σήμερα ευρέως διαθέσιμα στην ελληνική αγορά.

Τα σημειώματα που ξεχείλισαν το ποτήρι

Όπως αναφέρουν παράγοντες της αγοράς, αν δεν δοθούν κονδύλια για το νοσοκομειακό φάρμακο, οι φαρμακοβιομηχανίες νίπτουν τας χείρας τους για αυτά που θα επακολουθήσουν.

Και παρά την ενημέρωση που είχαν ότι  θα δοθεί μια πρόσθετη χρηματοδότηση μόνο κατά 20 εκατ. ευρώ, σε συνδυασμό με εσωτερικές ανακατανομές του clawback και προσθήκη στη δαπάνη υπολειμμάτων κλειστών προϋπολογισμών, ξεκαθάρισαν ότι ο κλάδος του φαρμάκου δεν μπορεί να είναι βιώσιμος ούτε με επιστροφές της τάξης του 75% (αντί για 82,9%).

Στο πλαίσιο αυτό, όλη η αγορά αναμένει τη διόρθωση των υποχρεωτικών επιστροφών του προηγούμενου έτους τουλάχιστον στο επίπεδο του 2022, προκειμένου πολιτεία και φαρμακευτικός κλάδος να αποκαταστήσουν τη σχέση εμπιστοσύνης και να προχωρήσουν από κοινού στις αναγκαίες - και συχνά δύσκολες - αποφάσεις για την εξυγίανση της φαρμακευτικής πολιτικής, με γνώμονα τους ασθενείς και την ανθεκτικότητα του συστήματος Υγείας.

Με βάση τις πρόσφατες εκτιμήσεις του ΙΟΒΕ για το οικονομικό αποτύπωμα του κλάδου του φαρμάκου στην ελληνική οικονομία, η συνολική συνεισφορά του σε όρους ΑΕΠ εκτιμάται σε 6,5 δισ. ευρώ (3,2% του ΑΕΠ) το 2022.

Έτσι, για κάθε 1 ευρώ προστιθέμενης αξίας των εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον κλάδο του φαρμάκου, δημιουργούνται συνολικά 2,3 ευρώ στην εθνική οικονομία.

Σε όρους απασχόλησης, η συνολική συνεισφορά εκτιμάται σε 118,9 χιλιάδες θέσεις εργασίας (ή 2,9% της συνολικής απασχόλησης). Δηλαδή, κάθε θέση εργασίας στον κλάδο του φαρμάκου υποστηρίζει 3,4 θέσεις πλήρους απασχόλησης συνολικά στην οικονομία. Τέλος, η επίδραση στα φορολογικά έσοδα από τη δραστηριότητα του κλάδου φαρμάκου εκτιμάται περίπου στα 1,8 δισ. ευρώ.

Ειδήσεις υγείας σήμερα
Ανοίγοντας το δρόμο για πιο υγιή εργασιακά περιβάλλοντα μέσω της ευημερίας
Επίσκεψη Άδωνι Γεωργιάδη στην Affidea Πατησίων
Επενδύει 24 εκατ. ευρώ στη Famar η EBRD