• Αρχαία ελληνική ονομασία: κύπερος (η και ο), ή κύπειρος ή κύπαιρος (δωρ.), κύπειρον (το), ή ερυσίσκηπτρον ή πάρις ή μαλινάθαλλη.
  • Επιστημονική ονομασία: cyperus.
  • Λαϊκές ονομασίες: αγριοκύπερη, κύπειρος, κύπερη (στην Θεσσαλία), μάννα (πληθ. οι μάννες), σαριά, κάπουρας (στην Κύπρο), τροπαλάκι ή τρουπαλάκι (στην Πελοπόννησο), ζέρνα (σλαβ.)
  • Περιφραστικές ονομασίες: Για την αγριοκύπερη: ‘γαρύφαλλο του Άργους’, ‘αμύγδαλο του Άργους’. Για τον εδώδιμο: ‘αμύγδαλο της γης’, ‘μάννα τ’ ουρανού’. Για τον στρογγυλό: ‘γαρύφαλλα αθηναϊκά’ (οι κόνδυλοι), ‘χόρτο του νερού’.

Πολυετές μονοκοτυλήδονο ταπεινό φυτό του γένους των λεπυρανθών της οικογενείας των κυπεριδών/κυπειριδών/κυπειροειδών. Περιλαμβάνει πολλά είδη (περί τα 600) αγρωστόμορφων υδρόφιλων ποών. Φύεται στα ρυάκια, στους υγρότοπους, στα λιμνάζοντα ύδατα, στις όχθες των λιμνών, στα αυλάκια, κ.α.

Άλλα εξ αυτών είναι κοσμητικά και άλλα (τα περισσότερα) δυσεξόντωτα επιζήμια ζιζάνια. Οι λεπτολόγοι αρχαίοι έλεγαν κύπειρις το θηλυκό και κύπειρο το αρσενικό φυτό. Ο βλαστός είναι τριγωνικός, τα φύλλα παράρριζα και τα άνθη ερμαφρόδιτα, συνενωμένα σε σταχίδια.

Στην Ελλάδα φύεται η μέλαινα και η εδώδιμος, καθώς και άλλα 11 είδη, γνωστά με το κοινό όνομα κύπερη. Σε αγρία κατάσταση θα την βρούμε στην Λακωνία, την Μεσσηνία, το Άργος, την Κρήτη (στα Χανιά), κ.α. Στην Συρία και την Αίγυπτο, φύεται ο κύπειρος ο πάπυρος, εκ του οποίου κατασκευάζεται ο γνωστός σε όλους πάπυρος των αρχαίων.

Στους υγρούς τόπους των Ινδιών, της Αιγύπτου, της Αφρικής, στις ακτές της Κυρηναϊκής, την Ιταλία, την Γαλλία και την Ελλάδα, αυτοφυές είναι ο κύπειρος ο εδώδιμος (cyperus esculentus, που ο λαός μας λέει μάννες ή ‘αμύγδαλο της γης’).

Καλλιεργείται σε δεξαμενές και ενυδρεία.

Ιστορία

Η κύπερος – πλην των αρχαίων βοτανολόγων – αναφέρεται και από τον Όμηρο, αλλά και από λυρικούς ποιητές της αρχαιότητος. Την μεγαλύτερη παραγωγή στην αρχαία Ελλάδα – πλην της Αιγύπτου - είχαν η πόλις των Αθηνών, η Κόρινθος, αλλά προ πάντων το Άργος! Γι’ αυτό και η περιφραστική της ονομασία ‘γαρύφαλλα’ ή ‘αμύγδαλα του Άργους’.

Επίσης κύπερο έπαιρναν από τις ακτές της νοτίου αραβικής χερσονήσου. Ο Σκύλακας την αναφέρει στην Β. Αφρική, μετά την Λιβύη, προς την Ερμαία άκρα, στην Ποντιούπολη, η οποία έκειτο στο μυχό μεγάλου κόλπου. Περί την πόλη υπήρχε μεγάλη λίμνη με πολλά νησιά.

Και περί την λίμνη αυτή εφύετο ‘κάλαμος, κύπειρος, φλέως και θρυόν’. Όσα κορίτσια προορίζονταν για εταίρες πωλούσαν κύπερο έξω από τα αφροδίσια ιερά, εισερχόμενα έτσι στον εταιρισμό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Θαΐς στην Αλεξάνδρεια, κ.ά.

Τέλος, η κύπερις είναι ένα από τα συστατικά παρασκευής του αγίου μύρου.

Ιατρική

Λέει ο Διοσκουρίδης ‘άλλοι το ονομάζουν ερυσίσκηπτρον, όπως τον ασπάλαθο. Έχει φύλλα όμοια με πράσο, αλλά πιο μακριά και λεπτότερα, κοτσάνι με μήκος έναν πήχυ ή και μεγαλύτερο, που σχηματίζει γωνία, όμοιο με του βούρλου, και στην κορυ­φή του υπάρχει ένα βλάστημα από μικρά φύλλα και σπό­ρους.

Από κάτω έχει ρίζες - και είναι αυτές που χρησιμο­ποιούνται - σαν μακρουλές ελιές, κολλητά η μία με την άλλη, ή και στρογγυλές, μαύρες, ευωδιαστές, λίγο πικρές.

Φυτρώνει σε καλλιεργημένους και ελώδεις τόπους. Καλύτερη κύπερος είναι ή πολύ βαρειά και συμπαγής, πυκνή που σπάζει δύσκολα, τραχειά, ευωδιαστή με κάποια οξύτητα. Τέ­τοια είναι αυτή από την Κιλικία, από τη Συρία (η συριακή) κι εκείνη που προέρχεται από τα νησιά Κυκλάδες.

Έχει θεραπευτική ιδιότητα θερμαντική, διασταλτική και διουρητική, όταν πίνεται απ’ όσους πάσχουν από λιθίαση και υδρωπικία. Βοηθεί επίσης εκείνους που έχουν δαγκωθεί από σκορπιό και είναι κατάλληλη, θερμαινόμενη σε ξηρό λουτρό, για τις ψύξεις και εμφράξεις της μήτρας, προκαλώντας έτσι την έμμηνο ρύση.

Είναι αποτελεσματική, ξηρή και τριμμένη, για τα μέσα στο στόμα και επεκτεινόμενα καρκινικά έλκη.

Ανακατώνεται και με θερμαντικά μαλακτικά φάρμακα και είναι χρήσιμη ως στυπτικό κατά την κατασκευή των μύρων. Αναφέρεται και άλλο είδος κυπέρου που φυτρώνει στην Ινδία, όμοιο με το ζιγγιβέρι, που, όταν μασηθεί, παίρνει το χρώμα του κρόκου και είναι πικρό, ενώ σε επάλειψη αφαιρεί αμέσως τις τρίχες’.

Ο Θεόφραστος, από την άλλη, λέγει πως η καλύτερη είναι των Κυκλάδων, την οποία ονομάζει πάρι ή μαλινάθαλλη. Και λέγει το φυτό στυπτικώτερο και του σχοίνου και του καλάμου. Και πράγματι, λοιπόν, σήμερα γνωρίζουμε ότι χρήσιμα μέρη του φυτού αυτού είναι η ρίζα ή το ρίζωμά του, το οποίο συλλέγεται άνοιξη ή φθινόπωρο.

Το φθινόπωρο συλλέγεται η ρίζα του εδώδιμου.

Η μακρά

Φύεται στις όχθες των λιμνών και τα χείλη των ποταμών σχεδόν όλης της Ελλάδος. Ζιζάνιο αλλά και νομευτικό. Από αρχαιοτάτων χρόνων έλεγαν πως το φυτό είναι ‘φιλόζωο’, καθ’ ότι έχει στερεωτάτη ρίζα. Αυτή η ρίζα της αγριοκύπερης έχει ευχάριστη οσμή, που θυμίζει το άρωμα του ίου.

Το χορτώδες μέρος της είναι άοσμο και άνοστο. Περιέχει ένα ρητινώδες κόμμι, με κύριο συστατικό το άμυλο και σε μικρή ποσότητα πτητικό έλαιο.

Το υδατώδες εκχύλισμα είναι άοσμο και λόγο δριμύ, ενώ το οινοπνευματώδες έχει αρωματική οσμή και γεύση. Έτσι, παλαιά οι αρωματοποιοί χρησιμοποιούσαν τη ρίζα για να παρασκευάζουν ‘ευώδη σακκίδια’, όπως και ως μασητικό, για την ευωδίαση του στόματος και της αναπνοής.

Γι’ αυτόν τον σκοπό άλλωστε επωλείτο στα αρχαία αρωματοποιεία και το μασούσαν όπως τον ‘πασατέμπο’ ή την μαστίχα, ιδίως κατά τις ώρες των συναναστροφών και των συζητήσεων! Παλαιότερα εθεωρείτο και θαυμάσιο στομαχικό φάρμακο.

Επί των ημερών μας δε, έπαψε πια να χρησιμοποιείται.

Ο εδώδιμος

Αυτός είναι ένα πολύ ενοχλητικό ζιζάνιο. Φύεται σε αμμώδεις, παράκτιες, καλλιεργούμενες ή χέρσες τοποθεσίες της ηπειρωτικής Ελλάδος, της Πελοποννήσου και της Κρήτης (παρά τα Χανιά). Οι ρίζες και τα ριζώματα (τα λεγόμενα ‘αμύγδαλα της γης’) του εδώδιμου κύπερου (cyp.

esculantus) είναι λεπτά, με κίτρινες διογκώσεις ωοειδείς ή σφαιρικές, μεγέθους λεπτοκάρυου (φουντουκιού), έχουν γλυκειά σακχαρούχα και ευχάριστη γεύση, που προσομοιάζει στου κάστανου. Είναι δε ωραία και εύπεπτη τροφή και τρώγεται από αρχαιοτάτων χρόνων.

Από χημικής απόψεως, περιέχουν λεύκωμα, λίπος, γόμμα, άμυλο, κλπ. Μάλιστα, το άμυλό τους είναι εφάμιλλο των γεώμηλων (πατατών), του σάγου, του αραρουτιού. Χρησιμοποιείτο παλαιά για θρεπτικές κρέμες και σούπες. Στην Ισπανία καλλιεργείται σε μεγάλη έκταση.

Σε πολλά μέρη της Ισπανίας, και δη γύρω από την Μαδρίτη, πωλούν ένα είδος δροσιστικής σουμάδας, που παρασκευάζουν από ριζώματα εδώδιμου κύπερου, τους κονδύλους του, που το ονομάζουν ‘χούφα’ ('chufa') ή ‘ορεάτα’ (‘horchata’).

Σε πολλά μέρη, καβουρδίζουν την ρίζα, την αλέθουν και παρασκευάζουν ένα είδος καφέ, με πολύ ευχάριστη γεύση. Τα ριζώματα του εδωδίμου κύπερου, με έκθλιψη δίνουν άφθονο έλαιο. Κόνδυλοι του εδώδιμου ευρέθησαν και σε φαραωνικούς τάφους της ΙΒ΄ Δυναστείας στην Αίγυπτο.

Ο στρογγυλός

Ο κύπερος ο στρογγυλός ευρίσκεται αυτοφυώς στη Συρία και την Αίγυπτο. Καλλιεργούμενος και στην Ελλάδα, την μεσημβρινή Γαλλία, την Ιταλία, τα Πυρηναία. Φυτρώνει σε χέρσες αμμώδεις και υγρές τοποθεσίες. Οι ρίζες του είναι λίγο πικρές, λίγο δριμείες, ρητινώδεις, αρωματικές και καφουρώδεις.

Στις Ινδίες το χρησιμοποιούν ως έξοχο στομαχικό φάρμακο. Οι αρχαίοι Έλληνες και οι Αιγύπτιοι έκαναν ευρεία χρήση αυτού του φυτού.

Ο πάπυρος

Ο κύπερος ο πάπυρος (cyp. papyrus) φυτρώνει στις όχθες του Νείλου στην Αίγυπτο, στη Β. Αφρική, στην Παλαιστίνη, στη Συρία, και στη Ν. Ιταλία. Γνωστός από την αρχαιότητα, αναφέρεται και από τον Θεόφραστο και τον Διοσκουρίδη ως πάπυρος.

Από την εντεριώνη που περιέχει, κατασκεύαζαν, στην αρχαιότητα, είδος χάρτου, γνωστό ως ‘πάπυρος’. Έτσι χρησιμοποιήθηκε σαν γραφική ύλη κι αυτή είναι η μεγαλύτερη υπηρεσία του στην ιστορία της ανθρωπότητος! Επ’ αυτού γράφονταν οι νόμοι, οι κανόνες, και γενικά δια μέσου αυτού διεδόθη η ανθρώπινη γνώση κι επιστήμη, η σκέψη και η φιλοσοφία.

Τα περισσότερα αρχαία συγγράμματα έχουν γραφεί επί παπύρων, οι οποίοι σώζονται έως σήμερα! Τέλος, άλλα είδη κύπερου είναι ο εναλλασσόφυλλος (cyp. alternifolius), η βαδία, η βολβώδης, το αραβικό χάμπου-λέξιζ, κ.ά. φυτό των Ινδιών και της Αφρικής, οι κόνδυλοι του οποίου είναι εδώδιμοι.

Ειδήσεις υγείας σήμερα
Διοικητές νοσοκομείων: Παράδοξα και αντιφάσεις ενός διαγωνισμού
ΕΔΟΕΑΠ - ΤΥΠΕΤ στις ρυθμίσεις ΕΟΠΥΥ για τη φαρμακευτική δαπάνη - Γεωργιάδης: Θα βγουν κερδισμένοι
Μιχ. Γιαννάκος: Γιατί είναι χαμηλή η συμμετοχή στις απεργίες των υγειονομικών