Γράφει ο Ιωάννης Πολίτης, Καθηγητής Φυσιολογίας Θρέψεως, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Το Μεταβολικό Σύνδρομο (ΜΣ) είναι ένας όρος που εμφανίζεται με μεγάλη συχνότητα στην ιατρική κοινότητα την τελευταία δεκαετία. Ουσιαστικά το ΜΣ είναι μια πάθηση που χαρακτηρίζεται από ένα σύνολο κλινικών συμπτωμάτων και συγκεκριμένα από παχυσαρκία, δυσλιπιδαιμία, υπέρταση και διάφορες ανωμαλίες του γλυκαιμικού ελέγχου που συνδέονται εν γένει με την αντίσταση στην ινσουλίνη.
Η αντίσταση στην ινσουλίνη κατέχει κεντρικό ρόλο στην παθοφυσιολογία του ΜΣ, ενώ η παχυσαρκία αποτελεί την πιο συχνή κλινική εκδήλωσή του. Το οξειδωτικό στρες είναι αυξημένο σε ασθενείς που παρουσιάζουν ΜΣ και συνδέεται τόσο με την αντίσταση στην ινσουλίνη όσο και με τη δυσλειτουργία του ενδοθηλίου.
Είναι ευρέως αναγνωρισμένο ότι ο λιπώδης ιστός αντιπροσωπεύει ένα μεταβολικά ενεργό όργανο το οποίο χαρακτηρίζεται από ένα καλά ανεπτυγμένο αγγειακό σύστημα, ενώ περιέχει μεγάλου μεγέθους ινσουλινο-ανθεκτικά λιποκύτταρα και πληθώρα ανοσοικανών κυττάρων.
Υπάρχουν δύο σημαντικές μεταβολές στη λειτουργία του λιπώδους ιστού σε ασθενείς με ΜΣ. Η πρώτη μεταβολή σχετίζεται με την αυξημένη απελευθέρωση των ελεύθερων λιπαρών οξέων (Free Fatty Acids - FFA) από λιποκύτταρα το οποίο μεταφράζεται σε αύξηση της συγκέντρωσης των ελεύθερων λιπαρών οξέων στο συκώτι που οδηγεί τελικά στην ενεργοποίηση και την αυξημένη απελευθέρωση λιποπρωτεϊνών πολύ χαμηλής πυκνότητας (VLDL), καθώς και τριγλυκεριδίων.
Η επαγωγή παραγωγής της λιποπρωτεΐνης VLDL αποτελεί μια πρώιμη επιπλοκή στην αντίσταση στην ινσουλίνη στα ηπατοκύτταρα. Στην πραγματικότητα, υψηλή συγκέντρωση λιποπρωτεϊνών VLDL και τριγλυκεριδίων στο αίμα με μια επικράτηση των μικρών, πυκνών λιποπρωτεϊνών χαμηλής πυκνότητας (SD-LDL) και μικρότερων ποσοστών σε λιποπρωτεϊνες υψηλής πυκνότητας (HDL) είναι τρεις χαρακτηριστικές δυσλιπιδιμικές εκδηλώσεις του ΜΣ.
Η δεύτερη μεταβολή στη λειτουργία του λιπώδους ιστού σχετίζεται με την αυξημένη ικανότητά του να παράγει και να απελευθερώνει πολλές βιο-δραστικές ουσίες που είναι γνωστές ως λιποκίνες (adipokines), οι οποίες διαθέτουν τόσο προ-φλεγμονώδεις όσο και αντι-φλεγμονώδεις ιδιότητες.
Στην πράξη κυριαρχούν όμως ουσίες με προφλεγμονώδη δράση. Αυξημένα επίπεδα των λιποκινών όπως είναι η λεπτίνη, ο παράγοντας TNFa, η ιντερλευκίνη 1 και 8, η C-αντιδρώσα πρωτεΐνη, το ινωδογόνο και ο αναστολέας του ενεργοποιητή του πλασμινογόνου τύπου 1 (PAI-1) αυξάνονται γενικά σε παχύσαρκα άτομα και σε ασθενείς με διαβήτη.
Η συχνότητα εμφάνισης του ΜΣ αυξάνει δραματικά και υπολογίζεται ότι 40% των ενηλίκων άνω των 50 ετών πάσχουν η βρίσκονται σε κάποιο προ-στάδιο του ΜΣ. Το φαινόμενο παίρνει εκρηκτικές διαστάσεις στις δυτικές κοινωνίες. Αποτελεί γενική ομολογία ότι η συχνότητα εμφάνισης του ΜΣ μπορεί να μειωθεί (ή να επιβραδυνθεί η ανάπτυξή του) από μια γενική μείωση της πρόσληψης θερμίδων και από μια αύξηση της κατανάλωσης θερμίδων (σωματική δραστηριότητα-άσκηση).
Η χρήση μεγαλύτερων ποσοτήτων μονοακόρεστων και πολυακόρεστων λιπαρών οξέων και της μείωσης κορεσμένων λιπαρών οξέων, τροφών με χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη και της μεγαλύτερης κατανάλωσης φυτικής προέλευσης τροφών όπως η σόγια, μπορεί να προσφέρουν σημαντικά οφέλη στη μείωση της συχνότητας εμφάνισης του ΜΣ.
Σε κλινική έρευνα που πραγματοποιήθηκε από τους Azadbakht και συνεργάτες διερευνήθηκε η επίδραση της κατανάλωσης σόγιας σε διάφορα στοιχεία του ΜΣ, τα οποία σχετίζονται με την αντίσταση στην ινσουλίνη και τον γλυκαιμικό έλεγχο, όπως δείκτες φλεγμονής και ενδοθηλιακής λειτουργίας και, τέλος, δείκτες που σχετίζονται με την αντιοξειδωτική κατάσταση.
Αυτή η κλινική δοκιμή πραγματοποιήθηκε με 42 μετα-εμμηνοπαυσιακές γυναίκες, οι οποίες παρουσίαζαν ΜΣ και διήρκεσε 8 εβδομάδες. Οι ασθενείς τοποθετήθηκαν τυχαία σε μία από τις τρεις πειραματικές ομάδες. Η πρώτη ομάδα έλαβε τη συνιστώμενη διαιτητική αγωγή με το μάρτυρα DASH (Διατροφικές Μέθοδοι για την Αναστολή της Υπέρτασης), η δεύτερη ομάδα έλαβε διαιτητική αγωγή βασισμένη στην πρωτεΐνη σόγιας και η τρίτη ομάδα έλαβε διαιτητική αγωγή βασισμένη στον καρπό σόγιας.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τόσο η πρωτεΐνη σόγιας όσο και ο καρπός σόγιας είχαν θετικές επιπτώσεις στους δείκτες που σχετίζονται με την αντίσταση στην ινσουλίνη και τον γλυκαιμικό έλεγχο καθώς και στη μείωση της χοληστερόλης LDL.
Ωστόσο, η δίαιτα η οποία βασίστηκε στον καρπό σόγιας αποδείχθηκε πιο αποτελεσματική από αυτή με την πρωτεΐνη σόγιας. Τόσο ο καρπός της σόγιας όσο η πρωτεΐνη σόγιας αύξησαν την αντιοξειδωτική δυναμική και ταυτόχρονα μείωσαν την υπεροξείδωση των λιπιδίων σε ασθενείς με ΜΣ.
Όσον αφορά τους δείκτες που σχετίζονται με τη φλεγμονή και την ενδοθηλιακή λειτουργία, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ο καρπός σόγιας μείωσε τα συνολικά ποσά των διαφόρων δεικτών φλεγμονής (E-σελεκτίνη, ιντερλευκίνη 18, C-αντιδρώσα πρωτεΐνη).
Συμπερασματικά, η σόγια και τα προιόντα της (πρωτεΐνη της σόγιας) επηρεάζουν θετικά δείκτες που σχετίζονται με το ΜΣ σε μετα-εμμηνοπαυσιακές γυναίκες οι οποίες παρουσιάζουν ΜΣ και, συνεπώς, η σόγια αποτελεί ενα ενδιαφέρον «εργαλείο» για την αντιμετώπιση αυτής της σύγχρονης μάστιγας.
Δεδομένα από ένα σημαντικό αριθμό επιστημονικών μελετών συνάδουν με τα συμπεράσματα της έρευνας των Azadbakht και συνεργατών σχετικά με την ικανότητα της σόγιας για να προλαμβάνει ή να επιβραδύνει το ΜΣ σε γυναίκες που βρίσκονται μετά την εμμηνόπαυση.
Οι Lukaczer και συνεργάτες ανέφεραν ότι η κατανάλωση 30 g πρωτεΐνης σόγιας και 4 g φυτικών στερολών/ημέρα, βελτίωσε το προφίλ των λιπιδίων στο πλάσμα, μείωσε την αρτηριακή πίεση και βελτιώνοντας τους παράγοντες που σχετίζονται με την καρδιαγγειακή νόσο (CVD risk factors) σε μετα-εμμηνοπαυσιακές γυναίκες.
Οι Lerman και συνεργάτες πρότειναν πως ένα συμπλήρωμα διατροφής που περιελάμβανε σόγια, φυτοστερόλες και διάφορες πολυφαινόλες βελτίωσε το προφίλ των λιπιδίων στο πλάσμα σε ενήλικες που πάσχουν με ΜΣ. Σε άλλη μελέτη, η ίδια επιστημονική ομάδα κατέληξε σε παρόμοια συμπεράσματα.
Οι Simao και συνεργάτες ανέφεραν ότι προσθήκη της πρωτεΐνης σόγιας (25 g/ημέρα) για μια περίοδο 90 ημερών μείωσε τη διαστολική αρτηριακή πίεση σε μια μελέτη που περιελάμβανε 60 γυναίκες με Μεταβολικό Σύνδρομο. Η κατανάλωση σόγιας ήταν αντιστρόφως ανάλογη με την αυξημένη αρτηριακή πίεση σε κινέζους μεσήλικες και ηλικιωμένους άνδρες, αλλά όχι στις γυναίκες.
Συμπερασματικά, η μεγάλη πλειοψηφία επιστημονικών μελετών υποστηρίζει πως η προσθήκη σόγιας στη διατροφή μπορεί να αποτρέψει ή να βελτιώσει τα συμπτώματα του ΜΣ σε μετα-εμμηνοπαυσιακές γυναίκες.
Ειδήσεις υγείας σήμερα
Πώς φροντίζω κάθε τύπο δέρματος
Καρδιακή προσβολή: Οι β-αναστολείς συνδέονται με κατάθλιψη στη μετεγχειρητική φροντίδα
Δράμα: Κανένα ενδιαφέρον για 5 θέσεις παθολόγων, παρά το επίδομα άγονου