Της Σοφίας Νέτα
Πιο επιθετική θεραπεία και χαμηλότερους στόχους (130/80 mm Hg) προτείνουν οι αναθεωρημένες Ευρωπαϊκές Κατευθυντήριες Οδηγίες για τη διαχείριση της υπέρτασης. Η υπέρταση αποτελεί μείζον πρόβλημα, αφού περίπου το 20-25% του γενικού πληθυσμού είναι υπερτασικοί.
Παράλληλα, ελάχιστοι (περίπου 20-25% ) είναι οι υπερτασικοί που καταφέρνουν να ρυθμίσουν την αρτηριακή πίεση σε φυσιολογικά επίπεδα μετά τη λήψη φαρμακευτικής αγωγής.
Παράλληλα τονίζουν τη σημασία του συνολικού καρδιαγγειακού κινδύνου στη διαχείριση της νόσου, εφιστούν την προσοχή των ιατρών στην ‘υποκλινική εμφάνιση’ της ασθένειας με πρώιμες βλάβες και προτείνουν θεραπείες της νεότερης γενιάς.
Οι αναθεωρημένες Ευρωπαϊκές Κατευθυντήριες Οδηγίες για τη διαχείριση της υπέρτασης, παρουσιάστηκαν σε σημερινή Συνέντευξη Τύπου από τον Ανδρέα Πιτταρά, Πρόεδρο της Ελληνικής Εταιρείας Υπέρτασης και Καρδιαγγειακής Προστασίας (ΕΕΥΚΠ).
Στη συνέντευξη συμμετείχε και ο Αθανάσιος Μανώλης, Διευθυντής Καρδιολογικής Κλινικής του Ασκληπιείου Βούλας, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΕΥ, και πρώην πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Υπέρτασης και Καρδιαγγειακής Προστασίας, ο οποίος πήρε μέρος ως εκπρόσωπος της Ελλάδας, στη συγγραφή των οδηγιών που δημοσιεύθηκαν πρόσφατα από την Ευρωπαϊκή Εταιρεία Υπέρτασης (ΕΕΥ).
Οι οδηγίες έχουν ήδη μεταφραστεί στα Ελληνικά και θα διανεμηθούν στους ιατρούς μέσα στις επόμενες εβδομάδες.
Οι νέες οδηγίες τονίζουν τη σημασία του συνολικού καρδιαγγειακού κινδύνου στη διαχείριση της νόσου, καθώς το 80% περίπου των υπερτασικών παρουσιάζει και άλλους παράγοντες κινδύνου (κάπνισμα, διαβήτη, υπερλιπιδαιμία, παχυσαρκία, μεταβολικό σύνδρομο), και προτείνουν πιο επιθετική θεραπεία, πιθανώς με συνδυασμό σκευασμάτων, και χαμηλότερους στόχους (130/80 mm Hg).
Παράλληλα, εφιστούν την προσοχή των ιατρών στην ‘υποκλινική εμφάνιση’ της νόσου με πρώιμες βλάβες στην καρδιά (υπερτροφία), στα νεφρά (μικρολευκωματινουρία) και στις καρωτίδες (πάχυνση του τοιχώματος), καθώς οι βλάβες αυτές αποτελούν ενδιάμεσο στάδιο πριν την εκδήλωση εγκεφαλικού, εμφράγματος ή νεφρικής ανεπάρκειας.
Μελέτες δείχνουν ότι εάν οι ασθενείς λάβουν έγκαιρα την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή και ρυθμίσουν την πίεσή τους οι βλάβες αυτές υποχωρούν, καθώς και ο κίνδυνος για καρδιαγγειακά επεισόδια και βλάβες στους νεφρούς.
Θεραπείες νεότερης γενιάς
Σημαντικό ρόλο στη μείωση της αρτηριακής πίεσης παίζει η επιλογή της κατάλληλης θεραπείας. Οι οδηγίες προτείνουν θεραπείες της νεότερης γενιάς, ενώ για ασθενείς με άλλους παράγοντες κινδύνου ή παθήσεις, σημαντικές μελέτες έχουν δείξει ότι τα σκευάσματα που καταστέλλουν το σύστημα ρενίνης-αγγειοτασίνης είναι πιο αποτελεσματικά, και πρέπει να αποτελούν πρώτη επιλογή σε ασθενείς με μεταβολικό σύνδρομο, υπερτροφία της καρδιάς, μικρολευκωματινουρία, στεφανιαία νόσο, καρδιακή ανεπάρκεια, κλπ.
Τέλος, μελέτες δείχνουν ότι οι ασθενείς που λαμβάνουν αυτά τα σκευάσματα, σε βάθος χρόνου παρουσιάζουν μικρότερο ποσοστό εμφάνισης διαβήτη και κολπικής μαρμαρυγής. Παράλληλα, καθώς η πλειονότητα των υπερτασικών χρειάζεται συνδυασμό δυο ή και περισσοτέρων αντιυπερτασικών σκευασμάτων για να ρυθμίσει την αρτηριακή πίεση στο στόχο, προτείνονται οι συνδυασμοί σκευασμάτων του συστήματος ρενίνης με ανταγωνιστή ασβεστίου ή διουρητικό, οι οποίοι μειώνουν σε μεγαλύτερο βαθμό τα καρδιαγγειακά επεισόδια.
Η αλισκιρένη, το μόνο νέο φάρμακο που κυκλοφορεί τα τελευταία 2 χρόνια,αποτελεί μία εναλλακτική αποτελεσματική θεραπεία για τη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης, και μπορεί να συνδυασθεί με όλες τις άλλες ομάδες φαρμακευτικών σκευασμάτων.Είναι αποτελεσματική θεραπεία για άτομα με υποκλινική εμφάνιση νόσου, ενώ αναμένονται αποτελέσματα μεγάλων μελετών για να τεκμηριωθεί η αποτελεσματικότητά της και σε άτομα με βλάβη σε όργανα στόχους.
Η ΕΕΥ είναι αρνητική όσον αφορά στη χρήση του πολυφαρμάκου (polypill), το οποίο συνδυάζει 3 αντιυπερτασικά σκευάσματα, μία στατίνη για τη χοληστερίνη, και μικρή δόση ασπιρίνης, καθώς θεωρεί ότι δεν υπάρχουν στοιχεία που να τεκμηριώνουν τη χρήση του, ενώ σκοπός του είναι, προς το παρόν, η μείωση του κόστους σε χώρες υπό ανάπτυξη.
Σχετικά με τη χορήγηση ασπιρίνης, η οποία λαμβάνεται πολλές φορές προληπτικά από τους υπερτασικούς, πρόσφατη ανασκόπηση με περισσότερους από 100.000 ασθενείς έδειξε ότι το όφελος από τη χρήση μικρής δόσης ασπιρίνης σε άτομα χαμηλού κινδύνου (χωρίς στεφανιαία νόσο), είναι πολύ μικρό και αντισταθμίζεται από την αύξηση του αριθμού των αιμορραγιών από το πεπτικό σύστημα.
Στόχος της θεραπείας παραμένει η μείωση της αρτηριακής πίεσης σε επίπεδα χαμηλότερα των 140/90 mm Hg, ενώ σε άτομα με διαβήτη ή άτομα υψηλού κινδύνου χαμηλότερα των 130/85 mm Hg. Επισημαίνεται όμως ότι, σύμφωνα με μελέτες, στα άτομα με στεφανιαία νόσο και καρδιακή ανεπάρκεια η πίεση δεν θα πρέπει να μειωθεί σε επίπεδα χαμηλότερα από 120-125 mm Hg, διότι παρατηρείται αύξηση αντί για μείωση των καρδιαγγειακών επεισοδίων.
Επίσης, πρόσφατη μελέτη επιβεβαιώνει τη σημασία της μείωσης της αρτηριακής πίεσης και στα ηλικιωμένα άτομα, καθώς, σε άτομα ηλικίας άνω των 80 ετών, φάνηκε ότι όταν η αρτηριακή τους πίεση μειώθηκε, παρατηρήθηκε μείωση των εγκεφαλικών επεισοδίων κατά 30%, της καρδιακής ανεπάρκειας κατά 64% και της συνολικής θνητότητας κατά 21%.
Ειδήσεις υγείας σήμερα
Β. Κώτσης: Τα νέα αντιυπερτασικά, το αναμενόμενο εμβόλιο και μία ελληνική πατέντα
Κυστική ίνωση: Ανακαλύπτοντας το μονοπάτι για απεριόριστη ανάσα
Το θαυματουργό γκι