Επιστήμονες της Nasa πιστεύουν ότι ανακάλυψαν τρόπο για τον εντοπισμό της οστικής απώλειας στα πιο αρχικά στάδια της νόσου.

Επί του παρόντος η πάθηση μπορεί να μην εντοπιστεί για χρόνια και ενδεχομένως μπορεί να διαγνωστεί μόνο με απεικονιστικές μεθόδους μετά από κάταγμα λόγω της εξασθένησης των οστών.

Το νέο τεστ που σχεδιάστηκε μερικώς έχοντας στο νου τους αστροναύτες, καθώς και αυτοί μπορεί να εμφανίσουν οστική απώλεια λόγω της έλλειψης βαρύτητας, ερευνά για ίχνη ασβεστίου των οστών στα ούρα.

Η μέθοδος που αναπτύχθηκε από ερευνητές του Arizona State University σε συνεργασία με τη Nasa, αναλύει ισότοπα ασβεστίου- δαφορετικά άτομα του ασβεστίου, που προέρχονται από οστά και καθένα με το δικό του συγκεκριμένο αριθμό νετρονίων.

Η ισορροπία ή αφθονία αυτών των διαφορετικών ισοτόπων αλλάζει όταν το οστό καταστραφεί και δημιουργηθεί και μπορεί επομένως να υποδείξει πρώιμες αλλαγές στην οστική πυκνότητα.

Ερευνητές, εστίασαν σε 12 υγιείς εθελοντές που τους ζήτησαν να ξαπλώσουν για 30 ημέρες. Η παρατεταμένη ανάπαυση στο κρεβάτι προκαλεί οστική απώλεια.

Η μέθοδος μπόρεσε να εντοπίσει την οστική απώλεια, ακόμα και μετά από ανάπαυση μιας εβδομάδας-πολύ πριν μπορέσουν να εντοπιστούν αλλαγές στην οστική πυκνότητα με τις συμβατικές απεικονιστικές μεθόδους όπως η DXA.

Σε αντίθεση με άλλες βιοχημικές εξετάσεις για την οστική απώλεια, μπορεί να δώσει άμεση μέτρηση της καθαρής οστικής απώλειας.

Ο επικεφαλής της έρευνας, Ariel Anbar, δήλωσε ότι το επόμενο βήμα είναι να δούν αν δρα όπως αναμένεται σε ασθενείς με νόσους που προκαλούν αλλοιώσεις στα οστά. Έτσι θα ανοίξει η πόρτα στην κλινική εφαρμογή.

Εκτός από τη χρησιμότητά του στη διάγνωση της οστεοπόρωσης θα μπορούσε να βοηθήσει στην παρακολούθηση άλλων νόσων που επηρεάζουν τα οστά, περιλαμβανομένου του καρκίνου.

Ο διατροφολόγος της Nasa, Scott Smith, δήλωσε ότι η Nasa πραγματοποίησε αυτές τις έρευνες επειδή οι αστροναύτες λόγω έλλειψης βαρύτητας εμφανίζουν οστική απώλεια. Είναι ένα από τα πιο σημαντικά προβλήματα στις διαστημικές πτήσεις και πρέπει να βρεθούν καλύτεροι τρόποι παρακολούθησης και εξουδετέρωσής του, πρόσθεσε.

Η έρευνα δημοσιεύεται στο περιοδικό ‘PNAS journal.’

Πηγές:
‘PNAS journal.’

Ειδήσεις υγείας σήμερα
Περιεμμηνόπαυση: Ερωτήσεις που πρέπει να κάνετε στον γυναικολόγο σας
ECDC: Σημαντική αύξηση κρουσμάτων συγκυτιακού ιού - Ποιους απειλεί ο RSV
Διοικητές νοσοκομείων: Παράδοξα και αντιφάσεις ενός διαγωνισμού