Αγγλικός όρος
ventilation
Ορισμός
1. Η κίνηση του αέρα προς και από τους πνεύμονες.
2. H κυκλοφορία καθαρού αέρα σε ένα δωμάτιο και η
απομάκρυνση του ακάθαρτου αέρα.
3. Στη φυσιολογία, το ποσό του αέρα που εισπνέεται ανά ημέρα. Μπορεί να εκτιμηθεί σπειρομετρικά,
πολλαπλασιάζοντας τον αριθμό των αναπνοών με τον όγκο του αναπνεόμενου αέρα. Υπολογίζεται κατά μέσο όρο σε 10.000 λίτρα. Δεν θα πρέπει να
συγχέεται με τη συνολική ποσότητα οξυγόνου που καταναλώνεται, η οποία είναι κατά μέσο όρο 360 λίτρα/ημέρα. Οι όγκοι αυτοί διπλασιάζονται τουλάχιστον
κατά τη διάρκεια σκληρής σωματικής εργασίας.
Ετυμολογία
Λατ. ventilare, αερίζω
Υπώνυμος όρος
abdominal displacement
ventilation
airway pressure release ventilation
alveolary ventilation
asynchronous ventilation
continuous positive-pressure ventilation
high-frequency jet ventilation
high-frequency oscillatory ventilation
intermittent mandatory ventilation
intermittent positive-pressure ventilation
liquid ventilation
mandatory minute ventilation
maximum sustainable ventilation
maximum voluntary ventilation
mechanical ventilation
minute ventilation
noninvasive ventilation
positive-pressure mechanical ventilation
pressure support ventilation
protective ventilation
pulmonary ventilation
synchronized intermittent mandatory ventilation
transtracheal catheter ventilation