Αγγλικός όρος
hearing
Ορισμός
Η αίσθηση ή η αντίληψη του ήχου. Το φυσιολογικό ανθρώπινο αυτί μπορεί να ανιχνεύσει ήχους με συχνότητες που κυμαίνονται από
20Hz μέχρι 20.000Hz, αλλά είναι πιο ευαίσθητο σε ήχους που βρίσκονται στο εύρος συχνοτήτων 1500Hz με 3000Hz, που συχνότερα χρησιμοποιείται στο
λόγο. Διαταραχές ακοής εκδηλώνονται, όταν τα ηχητικά κύματα δεν άγονται κατάλληλα στον κοχλία, όταν βλάβες διαταράσσουν τη λειτουργία του κοχλιακού
νεύρου ή όταν οι οδοί του κεντρικού νευρικού συστήματος, που εμπλέκονται στη διαδικασία της επεξεργασίας των ακουστικών ερεθισμάτων, υποστούν κάποια
κάκωση.
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ: Η ακουστική οξύτητα μπορεί να προσδιοριστεί, μετρώντας την απόσταση στην οποία ένα άτομο μπορεί να
ακούσει έναν συγκεκριμένο ήχο, όπως είναι η ροή του νερού, χρησιμοποιώντας ακοόμετρα και μέσω της οστικής αγωγιμότητας. Στα ακοόμετρα, ηλεκτρικά
παραγόμενοι ήχοι μεταφέρονται μέσω καλωδίων σε έναν δέκτη που εφαρμόζεται στο αυτί του ατόμου. Η ένταση και η συχνότητα του ήχου μπορεί να
μεταβληθούν και καταγράφονται στον πίνακα ενδείξεων του μετρητή. Τα αποτελέσματα εμφανίζονται σε μια γραφική παράσταση γνωστή ως ακοόγραμμα. Στις
δοκιμασίες εξετάσεις της οστικής αγωγιμότητας, μια συσκευή όπως είναι το διαπασών ή μια συσκευή που μετατρέπει το ηλεκτρικό ρεύμα σε μηχανικές
δονήσεις εφαρμόζεται στο κρανίο. Αυτό έχει αξία στη διάκριση της βαρηκοΐας τύπου αγωγιμότητας από τη νευροαισθητήρια βαρηκοΐα. Η βαρηκοΐα τύπου
αγωγιμότητας μπορεί να διαγνωστεί με τη δοκιμασία Weber. Δημιουργώντας ένα βόμβο στον ασθενή, δεν υπάρχει καμία διαφορά στον ήχο που γίνεται
αντιληπτός, αν η ακοή είναι φυσιολογική. Ο ήχος γίνεται αντιληπτός ως δυνατότερος στο αυτί με τη βαρηκοΐα τύπου αγωγιμότητας.
Ετυμολογία
[Αγγλ. Σαξ. hieran]
Υπώνυμος όρος
conductive hearing loss
hearing distance
hearing haluccinations
hearing impaired
hearing loss
noise-induced hearing
sensorineural hearing loss
sudden hearing loss