Αγγλικός όρος

antibody

Ορισμός

Μια ουσία η οποία παράγεται από τα Β λεμφοκύτταρα σε απάντηση ενός και μοναδικού αντιγόνου. Κάθε μόριο Ab. συνδέεται με ένα συγκεκριμένο αντιγόνο για να το ελέγξει ή να το καταστρέψει. Όλα τα αντισώματα, εκτός από τα φυσικά αντισώματα (π.χ. αντισώματα για τις διάφορες ομάδες αίματος), παράγονται από τα Β λεμφοκύτταρα, τα οποία με τη σειρά τους ενεργοποιούνται από εξωγενή αντιγόνα, τα οποία κατά κανόνα είναι πρωτεΐνες, πολυσακχαρίτες ή νουκλεϊνικά οξέα.

Τα αντισώματα απενεργοποιούν ή καταστρέφουν τα αντιγόνα με αρκετούς διαφορετικούς τρόπους. Μπορούν να ξεκινήσουν τη λύση ενός αντιγόνου με την ενεργοποίηση του συστήματος του συμπληρώματος, με την εξουδετέρωση των τοξινών που παράγονται από τα βακτηρίδια, να επικαλύψουν (οψωνοποίηση) το αντιγόνο ή να σχηματίσουν ένα σύμπλεγμα με το οποίο ενεργοποιείται η φαγοκυττάρωση, να ενισχύσουν τη συσσώρευση των αντιγόνων (συγκόλληση), ή να εμποδίσουν τη διείσδυση του αντιγόνου μέσα στα κύτταρα-ξενιστές. Ένα μόριο αντισώματος αποτελείται από τέσσερις πολυπεπτιδικές αλυσίδες (δύο ελαφρές και δύο βαριές). Οι βαριές αλυσίδες σχηματίζουν την περιοχή πρόσδεσης με το συμπλήρωμα, και οι ελαφρές μαζί με τις βαριές αλυσίδες σχηματίζουν την περιοχή δέσμευσης του αντιγόνου.

Συντομογραφία

Ab

Συνώνυμο

immunoglobulin

Υπώνυμος όρος

anti-DNAase B antibody
antiendomysial antibody
antiganglioside antibody
antigliadin antibody
antmeutirophil cytoplasmic antibody
antinuclear antibody
antiphospholipid antibody
anti-proliferating cell nuclear (PCNA) antibody
antireceptor antibody
anti-scl-70 antibody
antitin antibody
anti-topoisomerase I antibody
blocking antibody
cross- reaction antibody
cytotoxic antibody
direct fluorescent antibody
fluorescent antibody
immune antibody
maternal antibody
monoclonar antibody
natural antibody
polyclonal antibody
protective antibody
warm antibody