Αγγλικός όρος

demand

Ορισμός

1. Η ανάγκη για κάτι.

2. Αξίωση. Νομική υποχρέωση που διεκδικείται στα δικαστήρια, όπως η πληρωμή κάποιου χρέους ή η επιδίκαση χρημάτων λόγω βλαβών που υπέστη ο ενάγων και φέρεται να προκλήθηκαν από τον εναγόμενο.

3. Στην παροχή της υγειονομικής περίθαλψης, το μέγεθος της φροντίδας της οποίας χρήζει ένας πληθυσμός.

Υπώνυμος όρος


biological oxygen demand
specific adaptations to imposed demand