Αγγλικός όρος
defibrillation
Ορισμός
1. Ο τερματισμός της κοιλιακής μαρμαρυγής (κμ) με ηλεκτρική/-ές εκκένωση/-σεις. Πρόκειται για τη μόνη και σημαντικότερη
παρέμβαση που μπορεί να εφαρμόσει ο διασώστης στους ασθενείς που έχουν υποστεί καρδιακή ανακοπή λόγω κμ ή άσφυγμης κοιλιακής ταχυκαρδίας.
2. Όρος που παλαιότερα χρησιμοποιούνταν για να δηλώσει τον τερματισμό της κολπικής μαρμαρυγής. Οι σύγχρονοι όροι είναι μετατροπή ή
καρδιοανάταξη.