Αγγλικός όρος

obstructive jaundice

Ορισμός

Ίκτερος που οφείλεται σε μηχανική παρεμπόδιση της ροής της χολής από το ήπαρ προς το δωδεκαδάκτυλο. Συνηθέστερη αιτία είναι οι χολόλιθοι. Η χολαγγειίτιδα, τα κακοήθη νεοπλάσματα που προκαλούν απόφραξη, οι κύστεις, τα παράσιτα των χοληφόρων και τα ηπατικά αποστήματα αποτελούν λιγότερο συχνές αιτίες.

ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ: Η κατάσταση χαρακτηρίζεται από κίτρινη χρώση του δέρματος, των βλεννογόνων και των εκκρίσεων. Ο ασθενής μπορεί να αναφέρει κνησμό λόγω της παρουσίας χολοχρωστικών στο δέρμα. Τα ούρα είναι συνήθως κίτρινα ή πράσινα ενώ τα κόπρανα είναι ανοιχτόχρωμα ή έχουν όψη στόκου-πηλού λόγω της απουσίας χολοχρωστικών στον εντερικό σωλήνα. Η οξεία απόφραξη της ροής της χολής προκαλεί άλγος στο δεξιό άνω τεταρτημόριο της κοιλίας και μπορεί να συνοδεύεται από κολικό των χοληφόρων λόγω εγκλωβισμού χολολίθων.

ΘΕΡΑΠΕΙΑ: Πραγματοποιείται χολοκυστεκτομή με διερεύνηση του χοληφόρου πόρου (χοληδοχοστομία) για τη θεραπεία του αποφρακτικού ικτέρου που οφείλεται σε χολολιθίαση. Οι ριζικές επεμβάσεις (π.χ. επέμβαση Whipple) ή ο καθετηριασμός των χοληφόρων με τοποθέτηση stent με ή χωρίς εξωτερική παροχέτευση είναι δυνατό να ανακουφίσουν προσωρινά τον αποφρακτικό ίκτερο που οφείλεται σε καρκίνο.

Συνώνυμο

obstructive icterus, post-obstructive jaundice, regulation jaundice