Αγγλικός όρος
bonding
Ορισμός
1. Στην οδοντιατρική, η χρήση πολυμερούς συγκολλητικού υλικού με χαμηλό ιξώδες, για τη μηχανική στήριξη εκμαγείων, επιδιορθωτικών
πολυμερών υλικών και άλλων ορθοδοντικών εξαρτημάτων.
2. Η ανάπτυξη ισχυρού συναισθηματικού δεσμού μεταξύ των ατόμων (πχ. μεταξύ της
μητέρας και του παιδιού), μετά από συχνή ή παρατεταμένη στενή επαφή.
Υπώνυμος όρος
mother-infant bond