Ιατρικό Λεξικό - Λήμματα από Μ

Βρέθηκαν 82 λήμματα

Μέση ωτίτιδα με συλλογή

Η παρουσία υγρού στο μέσο ους χωρίς σημεία ή συμπτώματα οξείας λοίμωξης. Αυτό προκαλεί σύσπαση του τυμπάνου. Κατά την εξέταση, ένα υδραερικό επίπεδο μπορεί να παρατηρηθεί μέσω του τυμπανικού υμένα. Το...

Μέσο ους

Η τυμπανική κοιλότητα, ένας ακανόνιστου σχήματος αεροβριθής χώρος εντός του κροταφικού οστού. Πρόσθια, επικοινωνεί με την ευσταχιανή σάλπιγγα, η οποία σχηματίζει έναν ανοικτό δίαυλο μεταξύ του μέσ...

Μεσογειακός κηλιδώδης πυρετός

Μια μολυσματική, περιστασιακά θανατηφόρα ασθένεια που μεταδίδεται στους ανθρώπους από κρότωνες μολυσμένους με Rickettsia conorii. H νόσος είναι κλινικά παρόμοια με τον πυρετό των Βραχωδών Ορέων...

Μεταβολική αλκάλωση

Μια διαδικασία κατά την οποία τα διαττανθρακικά του πλάσματος είναι αυξημένα. Αυτό συνήθως οφείλεται σε αυξημένη απώλεια οξέων από τον στόμαχο ή τους νεφρούς, την αποβολή καλίου λόγω της θεραπείας με ...

Μεταβολική εγκεφαλοπάθεια

Οποιαδήποτε μεταβολή της εγκεφαλικής λειτουργίας ή του επιπέδου συνείδησης που προέρχεται από την ανεπάρκεια άλλων εσωτερικών οργάνων. Ενδονο-σοκομειακά, η μεταβολική εγκεφαλοπάθεια αποτελεί μία απ...

Μεταβολική οξέωση

Οποιαδήποτε διαδικασία προκαλεί μια μείωση στο pH του σώματος εξαιτίας της κατακράτησης οξέων ή της απώλειας των ρυθμιστικών διττανθρακικών. Η μεταβολική οξέωση συνήθως κατατάσσεται ανάλογα με την παρ...

Μεταβολικό ισοδύναμο

Μια μονάδα που χρησιμοποιείται για να μετρήσει το μεταβολικό κόστος της φυσικής δραστηριότητας. Ένα MET ισοδυναμεί με την πρόσληψη 3,5 ml οξυγόνου ανά kg βάρους σώματος ανά λεπτό....

Μεταβολισμός

Όλες οι ενεργειακές και υλικές μετατροπές, που συμβαίνουν εντός των ζώντων κυττάρων· το σύνολο όλων των φυσικών και χημικών μεταβολών, που λαμβάνουν χώρα εντός ενός οργανισμού. Περιλαμβάνει υλικέ...

Μεταβολισμός του λίπους

Το σύνολο των φυσικών και χημικών μεταβολών που ενέχονται στην αποδόμηση και τη σύνθεση των λιπών στο σώμα. Τα λίπη της διατροφής πέπτονται προς λιπαρά οξέα και γλυκερόλη στο λεπτό έντερο, απορρ...

Μετάγγιση

1. Η συλλογή αίματος ή ενός συστατικού αίματος από ένα δότη ακολουθούμενη από την έγχυσή του σε έναν δέκτη. Στις ΗΠΑ, πάνω από 12 εκατομμύρια παράγωγα αίματος μεταγγίζονται καθημερινώς.2. Η ένεση ο...

Μετάγγιση αίματος

Η αντικατάσταση αίματος ή ενός παραγώγου του. Η αποτελεσματική και ασφαλής μετάγγιση αίματος απαιτεί λεπτομερή κατανόηση της αντιμετωπιζόμενης κατάστασης. Οι περισσότεροι ασθενείς χρειάζονται παρά...

Μεταδιδόμενη σπογγόμορφη εγκεφαλοπάθεια

Νευρολογικές διαταραχές που χαρακτηρίζονται από ταχέως εξελισσόμενη άνοια ή από απότομη εμφάνιση ψυχιατρικών διαταραχών, συνοδευόμενες συχνά από μυόκλονο, αταξία και αφασία. Ο θάνατος μπορεί να ...

Δείτε τα λήμματα αλφαβητικά
Συνεργασία Mendor Editions & Taber's Ιατρικό Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό