Αγγλικός όρος

competitive inhibitor

Ορισμός

1. Μία χημική ουσία που προσδένεται ή εμποδίζει ένα άλλο συμπαράγοντα από την συμμετοχή σε μία αντίδραση.

2. Φάρμακο, ορμόνη ή άλλο διακυτταρικό μήνυμα που συνδέεται και εμποδίζει τον κυτταρικό υποδοχέα ή το ένζυμο-στόχο ενός άλλου παράγοντα. Φάρμακα που δρουν ως συναγωνιστικοί αναστολείς μπορεί να θεραπεύσουν ή να εμποδίσουν νόσους μέσω απενεργοποίησης παθογόνων ενζύμων ή εμποδίζοντας τις επιδράσεις ορμονών και μόρια που προωθούν. Για παράδειγμα, οι αναστολείς των πρωτεασών παρεμβάλλονται στην παραγωγή του ιού της ανθρώπινης ανοσοανεπάρ-κειας μέσω σύνδεσης και αδρανοποίησης του ενζύμου της πρωτεάσης. Οι εκλεκτικοί τροποποιητές των οιστρογονικών υποδοχέων περιορίζουν την επίδραση των οιστρογόνων αντικαθιστώντας αυτή την ορμόνη στα κύτταρα που είναι ευαίσθητα στις επιδράσεις της.

Κύριος όρος

inhibitor