Αγγλικός όρος
trophoblast
Ορισμός
Η εξώτατη στιβάδα της αναπτυσσόμενης βλαστοκύστης (βλαστοδερμικό κυστίδιο) ενός θηλαστικού. Διαφοροποιείται σε δύο στιβάδες, την κυτταροτροφοβλάστη και συντροφοβλάστη, η τελευταία βρίσκεται σε στενή σχέση με το ενδομήτριο της μήτρας, με το οποίο καθιερώνει τροφικές σχέσεις.
Ετυμολογία
[Ελλ. trophe, θρέψη, + blastos, βλαστός]