Πολλοί είναι αυτοί οι οποίοι μετά από μία επέμβαση ρινοπλαστικής, εμφανίζονται με ασχημότερη μύτη και συχνά με επιπλέον προβλήματα στην αναπνοή τους. Τώρα, όμως, υπάρχει λύση για όσους επιθυμούν να προχωρήσουν σε μια δεύτερη διορθωτική πλαστική επέμβαση στη μύτη τους.

Η διόρθωση της αποτυχημένης ρινοπλαστικής είναι πάντα πολύ πιο δύσκολη από την πρώτη, την αρχική επέμβαση και πρέπει να πραγματοποιείται από πολύ έμπειρο και εξειδικευμένο στη ρινοπλαστική πλαστικό χειρουργό, επισημαίνει ο Dr. med. Βασίλης Παυλιδέλης.

Πριν την εγχείρηση, ο ενδιαφερόμενος για ρινοπλαστική επισκέπτεται τον πλαστικό χειρουργό, τον οποίο επέλεξε για την επέμβασή του. Αυτός, αφού πρώτα εξετάσει τον ενδιαφερόμενο, τον ενημερώνει σε ό,τι αφορά την εγχείρηση και του εξηγεί τη χειρουργική πορεία για τη διόρθωση, ακόμη και με χρήση προγράμματος επεξεργασίας εικόνας σε ηλεκτρονικό υπολογιστή.

Συνιστάται να είναι κάποιος πολύ προσεκτικός στην επιλογή του χειρουργού και να επιλέξει εκείνον, ο οποίος θα τον πείσει ότι θα επιφέρει το καλύτερο επιθυμητό αισθητικό αποτέλεσμα.

H συνηθέστερη αιτία της αποτυχίας μιας ρινοπλαστικής είναι η ανεπαρκής ή λανθασμένη επέμβαση επάνω στους χόνδρους ή στα οστέινα τμήματα της μύτης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, με την πάροδο του χρόνου, να εμφανισθούν ανεπιθύμητες διογκώσεις, στράβωμα, προεξοχές, κυρτώσεις, ελλείμματα, πτώση κορυφής, δυσκολία αναπνοής κλπ.

Οι χειρουργικές τεχνικές για τη διόρθωση μιας αποτυχημένης ρινοπλαστικής, περιλαμβάνουν σχεδόν πάντα αφαίρεση ή πρόσθεση κατάλληλου τμήματος χόνδρου ή σπανίως και οστού σε κάποια σημεία της μύτης, ώστε αυτή να αποκτήσει την κατάλληλη στήριξη, λειτουργία, συμμετρία και ομορφιά.

Τα χόνδρινα ή οστέινα τεμάχια, τα οποία χρησιμοποιούνται στη διορθωτική ρινοπλαστική λέγονται μοσχεύματα.


Εάν δεν εφαρμόζονται σωστά οι κανόνες της πλαστικής του ρινικού διαφράγματος και του σκελετού της μύτης, ένα σημαντικό ποσοστό ρινοπλαστικών αποτυγχάνουν και απαιτούν δεύτερη ή ακόμη και τρίτη διορθωτική επέμβαση

Τα καταλληλότερα μοσχεύματα είναι τα αυτομοσχεύματα, δηλαδή εκείνα, τα οποία προέρχονται από το ίδιο το άτομο. Αυτογενή χόνδρινα μοσχεύματα Λαμβάνεται συνήθως από το χόνδρινο μέρος του δικού του ρινικού διαφράγματος. Εάν δεν υπάρχει διαφραγματικός χόνδρος, επειδή αυτός αφαιρέθηκε κατά την προηγούμενη εγχείρηση και πετάχτηκε, τότε παίρνουμε χόνδρο από το ένα πτερύγιο του αυτιού του ασθενούς ή και από τα δύο, ανάλογα με την ποσότητα χόνδρου, η οποία απαιτείται για τη διόρθωση.

Αυτό επιτυγχάνεται με μικρή τομή στο δέρμα πίσω από το αυτί, ώστε να μη φαίνεται η ουλή, καθώς και το σημείο από το οποίο αφαιρέθηκε το τεμάχιο του απαιτούμενου χόνδρου.

Σε περίπτωση που απαιτείται μεγαλύτερη ποσότητα χόνδρου, αυτός λαμβάνεται από τον πλευρικό χόνδρο του ίδιου του ασθενούς (αυτογενής πλευρικός χόνδρος). H διόρθωση μιας αποτυχημένης ρινοπλαστικής είναι πάντα δυσκολότερη από τη ρινοπλαστική, η οποία γίνεται για πρώτη φορά.

Οι διορθωτικές αυτές επεμβάσεις πρέπει να πραγματοποιούνται μετά την παρέλευση ενός έτους από την ανεπιτυχή επέμβαση και μόνον από πολύ έμπειρο και εξειδικευμένο στη ρινοπλαστική πλαστικό χειρουργό, ο οποίος διαθέτει επιστημονική γνώση, σε συνδυασμό με δεξιοτεχνία στα δάχτυλα, τέχνη και καλλιτεχνία.

Διαφορετικά, ο κίνδυνος νέας αποτυχίας είναι πάλι πολύ πιθανός.

Ειδήσεις υγείας σήμερα
Πώς θα κάνουμε υγιεινά Χριστούγεννα
Συνήθη προβλήματα υγείας κατά την περίοδο των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς 
Υγιεινές ιδέες για το γιορτινό τραπέζι