Εδώ και έναν αιώνα υπάρχει η θεώρηση ότι οι πλάκες β-αμυλοειδούς ή/και τα ινίδια tau εμπλέκονται στην ανάπτυξη του Alzheimer. Οι θεραπευτικές επιλογές εξακολουθούν να είναι περιορισμένες. Οι προσεγγίσεις αιτιολογικής θεραπείας σε προχωρημένες κλινικές φάσεις δημιουργούν ελπίδες.
Στη νόσο Αλτσχάιμερ, δύο πεπτίδια εναποτίθενται συνήθως στον εγκέφαλο: η πρωτεϊνη tau και το β-αμυλοειδές. Το τελευταίο είναι ο στόχος των νέων μονοκλωνικών αντισωμάτων lecanemab και donanemab.
Ο μεγαλύτερος παράγοντας κινδύνου αυτής της νευροεκφυλιστικής νόσου είναι η ηλικία καθώς οι οι πάσχοντες είναι κυρίως άνω των 65 ετών. Η άνοια ορίζεται ως μείωση της μνήμης και άλλων γνωστικών ικανοτήτων που σχετίζονται με την καθημερινή ζωή, σε σύγκριση με το αρχικό επίπεδο λειτουργίας.
"Επομένως, δεν υπάρχει μια γενικά έγκυρη κλίμακα, αλλά είναι πάντα θέμα σύγκρισης και επίσης χρόνου", ενημερώνει ο καθηγητής Dr. Carsten Culmsee, επικεφαλής του Ινστιτούτου Φαρμακολογίας και Κλινικής Φαρμακευτικής του Πανεπιστημίου Philipps του Μάρμπουργκ στην Γερμανία.
Η Άνοια υπάρχει όταν οι διαταραχές των εγκεφαλικών λειτουργιών διαρκούν περισσότερο από έξι μήνες και μπορούν να αποκλειστούν άλλες ασθένειες όπως η κατάθλιψη ή οι διαταραχές της συνείδησης.
Η πιο συχνή μορφή άνοιας είναι το Αλτσχάιμερ, που αντιπροσωπεύει το 60% του συνόλου των περιπτώσεων. Είναι γνωστό εδώ και σχεδόν 120 χρόνια ότι η μορφή αυτή συνδέεται με μείωση του όγκου του εγκεφάλου, αύξηση των εναποθέσεων αμυλοειδών πλακών και συσσώρευση ινιδίων tau, δήλωσε ο καθηγητής φαρμακολογίας.
Είναι πλέον γνωστό ότι λαμβάνουν χώρα και φλεγμονώδεις διεργασίες στον εγκέφαλο και μεταβολικές αλλαγές. Παρά τη γνώση αυτή, οι θεραπευτικές επιλογές εξακολουθούν να είναι περιορισμένες. Διατίθενται μόνο τρεις ομάδες δραστικών ουσιών: Οι αναστολείς της ακετυλοχολινεστεράσης, η μεμαντίνη και τα σκευάσματα φυτό Ginkgo biloba.
Οι αναστολείς της ακετυλοχολινεστεράσης, όπως η ριβαστιγμίνη, η δονεπεζίλη και η γαλανταμίνη, ενδείκνυνται για το ήπιο έως μέτριο Αλτσχάιμερ.
Επειδή αυξάνουν επίσης τη δραστηριότητα του παρασυμπαθητικού νευρικού συστήματος, μπορεί να προκαλέσουν σημαντικές παρενέργειες. Επομένως, οι καρδιακές αρρυθμίες, τα γαστρεντερικά έλκη, η ΧΑΠ, το άσθμα και η επιληψία αποτελούν σημαντικές αντενδείξεις για αυτούς τους παράγοντες.
Οι αναστολείς της ακετυλοχολινεστεράσης βελτιώνουν τη γνωστική απόδοση και τη συνολική εντύπωση και τις δεξιότητες καθημερινής ζωής, αλλά δεν ανακόπτουν την εξέλιξη της νευρογένεσης. "Συνήθως, το θεραπευτικό όφελος εξαντλείται μετά από περίπου μισό χρόνο", ενημέρωσε ο Culmsee.
Παρ' όλα αυτά, η συνέχιση της χρήσης αξίζει τον κόπο, καθώς οι δραστικές ουσίες μειώνουν το ποσοστό θνησιμότητας, σύμφωνα με τις τελευταίες μελέτες.
{{dname}} - {{date}}
{{body}}
Απάντηση Spam
{{#subcomments}} {{/subcomments}}