Η καθιστική ζωή μπορεί να μας οδηγήσει σε πρόωρη γήρανση, σύμφωνα με νέα έρευνα. Μελέτη που έγινε σε διδύμους ανακάλυψε ότι οι άνθρωποι που ήταν ενεργοί κατά τον ελεύθερο χρόνο τους ήταν βιολογικώς νεώτεροι από τους συνομηλίκους που ακολουθούσαν καθιστική ζωή.
Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι μέρη του DNA που λέγονται τελομερή κόντυναν πιο γρήγορα σε ανθρώπους που δεν ήταν δραστήριοι, γεγονός το οποίο εκτιμάται πως θα μπορούσε να σημαίνει γρηγορότερη γήρανση των κυττάρων.
Ο ενεργητικός τρόπος ζωής έχει συνδεθεί με χαμηλότερα ποσοστά καρδιαγγειακών νόσων, διαβήτη τύπου ΙΙ και καρκίνου. Ωστόσο, η νέα έρευνα υποδεικνύει ότι η καθιστική ζωή δεν καθιστά μόνο ευάλωτους τους ανθρώπους σε ασθένειες αλλά μπορεί στην πραγματικότητα να επιταχύνει και τη διαδικασία γήρατος.
Η ερευνητική ομάδα εξέτασε 2.401 διδύμους, οι οποίοι συμπλήρωσαν ερωτηματολόγιο για το επίπεδο φυσικής δραστηριότητας και έδωσαν δείγμα αίματος για εξέταση στο DNA.
Οι ερευνητές εστίασαν στα τελομερή. Καθώς μεγαλώνουν οι άνθρωποι, τα τελομερή γίνονται κοντύτερα, αφήνοντας τα κύτταρα περισσότερο ευάλωτα σε βλάβες και τον θάνατο.
Οι περισσότερο ενεργοί άνθρωποι είχαν τελομερή μήκους περίπου ίδιου με αυτό που βρέθηκε σε ανθρώπους που ακολουθούσαν καθιστική ζωή και ήταν μέχρι 10 χρόνια νεότεροι.
Οι ερευνητές υποδεικνύουν ότι οι άνθρωποι που ακολουθούν καθιστική ζωή μπορεί να είναι περισσότερο ευάλωτοι σε βλάβες που προκαλούνται στα κύτταρα από την έκθεση σε οξυγόνο και σε φλεγμονή.
Το στρες είναι ακόμα ένας παράγοντας που θεωρείται ότι επηρεάζει το μήκος των τελομερών και οι ερευνητές υποδεικνύουν ότι οι άνθρωποι που ασκούνται τακτικά μπορεί να βοηθούνται στη μείωση των επιπέδων του στρες.
Σε σχόλιό του, ο Dr Jack Guralnik, του Εθνικού Ινστιτούτου Γήρατος, των ΗΠΑ, δήλωσε ότι χρειάζεται νέα έρευνα για να διαπιστωθεί άμεση σχέση μεταξύ του γήρατος και της φυσικής δραστηριότητας. Σημειώνει ότι οι άνθρωποι που γυμνάζονται έχουν περισσότερες διαφορές από την άλλη κατηγορία, με πολλούς τρόπους.
Πολλοί επιπλέον παράγοντες μπορεί να είναι υπεύθυνοι για αυτές τις βιολογικές διαφορές, σημειώνει ο ερευνητής.
Η έρευνα έγινε από το King’s College του Λονδίνου και δημοσιεύεται στο περιοδικό ‘Archives of Internal Medicine’.
Πηγές:
‘Archives of Internal Medicine’
{{dname}} - {{date}}
{{body}}
Απάντηση Spam
{{#subcomments}} {{/subcomments}}