Του Δημήτρη Καραγιώργου
‘Σιωπηλή απειλή’ για χιλιάδες Έλληνες, είναι οι ηπατίτιδες Β και C. Πρόκειται για νόσους που οφείλονται στους 2 ομώνυμους ιούς και προσβάλλουν το ήπαρ προκαλώντας φλεγμονή.
Παγκοσμίως, ένας στους 12 ανθρώπους είναι φορέας των ιών αυτών. Στη χώρα μας, εκτιμάται ότι ένας στους 20 Έλληνες – περίπου 500.000 άτομα – είναι φορείς και η πλειονότητά τους το αγνοεί.
Η χρόνια ηπατίτιδα Β είναι διπλάσια σε συχνότητα από την ηπατίτιδα C και δεκαπλάσια από το AIDS. Είναι, δε, πολύ πιο συχνή (πάνω από 10%) σε πληθυσμούς από την Αλβανία και άλλες Βαλκανικές χώρες, την Ανατολική Ευρώπη, την Τουρκία και από χώρες της Ασίας και Αφρικής.
Οι ηπατίτιδες B και η C αποτελούν το μεγαλύτερο καρκινογόνο παράγοντα μετά το κάπνισμα!
Τα παραπάνω ανέφεραν σήμερα οι κ. κ. Γεώργιος Β. Παπαθεοδωρίδης, επίκουρος καθηγητής Παθολογίας - Γαστρεντερολογίας, Β΄ Πανεπιστημιακή Παθολογική Κλινική,'Ιπποκράτειο' Γενικό Νοσοκομείο Αθηνώνκαι Σπήλιος Μανωλακόπουλος, γαστρεντερολόγος - ηπατολόγος, λέκτορας Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, Β΄ Πανεπιστημιακή Παθολογική Κλινική,"Ιπποκράτειο" Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών.
Οι επιστήμονεςτόνισαν ότι οφείλουμε να ενημερώνουμε τον κόσμο συστηματικά προκειμένου να γνωρίσει αυτή τη γνωστή-άγνωστη απειλή, να προφυλάσσεται και να την αντιμετωπίσει έγκαιρα αν συντρέχει λόγος.
‘Η ηπατίτιδα B μεταδίδεται πολύ πιο εύκολα από τον HIV και αρκετοί ασθενείς παρουσιάζουν έντονα συμπτώματα (πυρετό, κόπωση, ίκτερο, σκούρα ούρα και αποχρωματισμένα κόπρανα). Μπορεί όμως να έχουν κολλήσει και να μην έχουν συμπτώματα’, εξηγεί ο δρ.
Παπαθεοδωρίδης.
Αναφερόμενος στην ηπατίτιδα C σημειώνει ότι ‘το 80% των πασχόντων δεν εμφανίζει απολύτως κανένα σύμπτωμα. Με άλλα λόγια, η αρρώστια προχωράει χωρίς να την αντιληφθούμε και σιγά-σιγά καταστρέφει το συκώτι του ασθενούς. Όταν στην ηπατίτιδα C εμφανιστούν τα πρώτα συμπτώματα, είναι συνήθως πολύ αργά’.
Πρόληψη - διάγνωση
Οι δύο αυτές μορφές ηπατίτιδας μεταδίδονται κυρίως με το αίμα (Β και C) και τη σεξουαλική επαφή χωρίς προφυλακτικό (κυρίως η Β). Η πρόληψη, λοιπόν, είναι η πρώτη γραμμή άμυνας με το προφυλακτικό να αποτελεί τη βάση αυτής.
Προληπτικά, θα πρέπει να εξετάζονται όλοι όσοι ανήκουν στις ομάδες υψηλού κινδύνου. Σε αυτές ανήκουν:
Oλοι όσοι έχουν σεξουαλικές επαφές χωρίς προφυλακτικό, όλοι οι συγγενείς πρώτου βαθμού (παιδιά, γονείς και αδέλφια) ασθενών με ηπατίτιδα, οι έγκυες γυναίκες, οι σεξουαλικοί σύντροφοι ασθενών με ηπατίτιδα, ομοφυλόφιλοι, ετεροφυλόφιλοι με πολλούς (>3) ερωτικούς συντρόφους, χρήστες ενδοφλεβίων ναρκωτικών, πολυμεταγγιζόμενοι, αιμοκαθαιρόμενοι, μεταμοσχευμένοι, προσωπικό και τρόφιμοι των φυλακών, εργαζόμενοι σε υπηρεσίες καθαριότητας και επεξεργασίας λυμάτων και εργαζόμενοι στις υπηρεσίες υγεία και τέλος όσοι έχουν γεννηθεί σε χώρες με μεγάλη συχνότητα της νόσου (Αλβανία, Βαλκανικές χώρες, χώρες Ανατολικής Ευρώπης, Ασία, Αφρική).
Οι ειδικές εξετάσεις αίματος για τις ηπατίτιδες γίνονται στις μονάδες και τα εξωτερικά ιατρεία των νοσοκομείων της επικράτειας. Εκεί γίνεται μια απλή αιματολογική εξέταση τα αποτελέσματα της οποίας είναι έτοιμα σε περίπου μία εβδομάδα', αναφέρει ο Δρ.
Μανωλακόπουλος.
Τονίζει όμως ότι η γενική αίματος δεν είναι αρκετή για να μάθουμε αν έχουμε προσβληθεί από ηπατίτιδα. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι μια αρνητική εξέταση σήμερα δε σημαίνει ότι δε θα κολλήσουμε στο μέλλον. Καλό θα είναι να την επαναλαμβάνουμε μια φορά το χρόνο, καθώς και τις εξετάσεις για όλα τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, HIV/AIDS ή σύφιλη.
Θεραπεία
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι είναι εξαιρετικής σημασίας η έγκαιρη διάγνωση των δύο αυτών νόσων, ώστε με την άμεση έναρξη της κατάλληλης θεραπείας να προληφθούν πολύ σοβαρές επιπλοκές, κάποιες από τις οποίες μπορεί να είναι και θανατηφόρες.
Σήμερα η θεραπεία για την χρόνια ηπατίτιδα Β είναι αποτελεσματική, με φάρμακα που υποβοηθούν το ανοσοποιητικό σύστημα στην μάχη του έναντι του ιού ή με αντιικά φάρμακα που εμποδίζουν άμεσα τον πολλαπλασιασμό του, αναφέρει ο δρ.
Παπαθεοδωρίδης.
Ένα νέο όπλο στη μάχη κατά της ηπατίτιδας Β ήρθε στην ελληνική αγορά. Πρόκειται για τη δισοπροξιλική φουμαρική τενοφοβίρη, που χορηγείται και κατά του ιού HIV και η οποία αποτελεί μια σημαντική θεραπευτική επιλογή για ασθενείς σε όλα τα στάδια της νόσου.
Η χρόνια ηπατίτιδα C θεραπεύεται με συνδυασμένη χορήγηση ενέσεων ιντερφερόνης, υποδόρια μια φορά την εβδομάδα και δισκίων ριμπαβιρίνης καθημερινώς, ασχέτως της λήψης φαγητού, συμπληρώνει ο δρ. Μανωλακόπουλος.
Για τα εμβόλια, οι ειδικοί είπαν ότι για τη μενν ηπατίτιδα Β υπάρχει εμβόλιο, το οποίο θα πρέπει να κάνουν προληπτικά όλοι, βρέφη, παιδιά και ενήλικες – αφού εξεταστούν και διαγνωστούν αρνητικοί στον ιό. Δυστυχώς, για την ηπατίτιδα C δεν υπάρχει.
{{dname}} - {{date}}
{{body}}
Απάντηση Spam
{{#subcomments}} {{/subcomments}}