Αλεξάνδρα Γκίτση

Ο πληθωρισμός των τροφίμων αποδεικνύεται πεισματικά επίμονος, παρά τις μειώσεις στις παγκόσμιες τιμές των βασικών πρώτων υλών και η αποκλιμάκωσή τους, όπως εκτιμούν διεθνείς και εγχώριοι αναλυτές, θα καθυστερήσει. Με τον υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και πρώην υπηρεσιακό υπουργό Οικονομικών Θεόδωρο Πελαγίδη να εκτιμά πως λόγω των χαμηλών ρυθμών ανόδου του πραγματικού εισοδήματος των νοικοκυριών και της αύξησης των επιτοκίων, δεν αναμένεται εξομάλυνση της ζήτησης τη φετινή χρονιά.

Αυτό αποτυπώνεται ήδη στην κατανάλωση, επηρεάζοντας, πέρα από τους καταναλωτές, και τις επιχειρήσεις. Σε μια προσπάθεια να διαχειριστούν το αυξημένο κόστος ζωής και το μειωμένο διαθέσιμο εισόδημα, οι καταναλωτές έχουν προχωρήσει σε περικοπές, όπως προκύπτει και από έρευνα του Διευθυντή Μεταπτυχιακών Σπουδών στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών Γιώργου Μπάλτα. Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, καταγράφεται σημαντική μείωση στην κατανάλωση έτοιμων γευμάτων, βιολογικών προϊόντων, αλμυρών και γλυκών σνακ, plant based ροφημάτων και τροφίμων αλλά και κρασιού, μπίρας και οινοπνευματωδών ποτών.

Το 48,3% των καταναλωτών που συμμετείχαν στην έρευνα που πραγματοποιήθηκε το διάστημα 6-12 Απριλίου σε δείγμα 968 ατόμων δήλωσε ότι έχει μειώσει την κατανάλωση σε έτοιμα γεύματα, το 41,1% σε κρασί, μπίρες, οινοπνευματώδη, 36,7% σε plant based ροφήματα και 36% σε plant based τρόφιμα, το 34,1% δήλωσε πως περιόρισε την αγορά αλμυρών και γλυκών σνακ και 1 στους 3 μείωσε την κατανάλωση βιολογικών προϊόντων.

Την ίδια στιγμή, πάνω από 1 στους 5 καταναλωτές έχουν μετακινηθεί σε φθηνότερες επιλογές. Το ποσοστό αυτό είναι 29,6% στα χαρτικά, στο 24,5% στα είδη νοικοκυριού, στο 24,1% στα συσκευασμένα τυποποιημένα τρόφιμα, στο 23,9% στα γαλακτοκομικά (γάλα, γιαούρτι, τυριά), στο 23,7% στα κατεψυγμένα λαχανικά και τρόφιμα και στο 23% στα απορρυπαντικά και τα καθαριστικά.

Η αλλαγή στις καταναλωτικές προτιμήσεις ενός προϊόντος σε σχέση με ένα άλλο σχετίζεται ή «επιβάλλεται» σε μεγάλο βαθμό από τις προσφορές και τις εκπτώσεις. Αυτό συμβαίνει στα απορρυπαντικά και καθαριστικά, όπου το 58,3% του δείγματος στρέφεται σε αυτά όταν έχουν προσφορές και εκπτώσεις. Πολύ κοντά, με ποσοστό 56,1%, τα είδη προσωπικής καθαριότητας και φροντίδας και με 46,5% τα χαρτικά.

Όμως υπάρχει και μια βασική ομάδα προϊόντων στα οποία οι καταναλωτές δεν κάνουν εκπτώσεις. Με 1 στους 2 καταναλωτές να δηλώνει ότι δεν αλλάζει τις αγοραστικές του συνήθειες όταν πρόκειται για φρέσκα φρούτα και λαχανικά. Στα προϊόντα ειδικής διατροφής, το ποσοστό διαμορφώνεται στο 37,4%, στο ψωμί και στα αρτοσκευάσματα στο 37,3%, στα κρέατα και προϊόντα κρέατος στο 35,5% και στα γαλακτοκομικά προϊόντα στο 33,9%.

Σε ό,τι αφορά τις επιχειρήσεις, μερίδα των οποίων έχει αυξήσει τα περιθώρια κέρδους τους όπως προκύπτει από τις δημοσιευμένες οικονομικές τους καταστάσεις, αισθάνονται την πίεση από τη μετακίνηση των καταναλωτών σε φθηνότερες λύσεις. Με τον πρόεδρο του ΣΕΒΤ κ. Ιωάννη Γιώτη να αναφέρει στη γενική συνέλευση του Συνδέσμου ότι οι επιχειρήσεις βρίσκονται αντιμέτωπες με ζητήματα βιωσιμότητας παρόμοια με την περσινή χρονιά, όπως είναι τα αυξημένα κόστη σε ενέργεια και πρώτες ύλες, η μειωμένη αγοραστική δύναμη των καταναλωτών και καθυστερήσεις στην απορρόφηση χρηματοδοτικών εργαλείων.

Πηγές:
euro2day

Ειδήσεις υγείας σήμερα
Περιεμμηνόπαυση: Ερωτήσεις που πρέπει να κάνετε στον γυναικολόγο σας
ECDC: Σημαντική αύξηση κρουσμάτων συγκυτιακού ιού - Ποιους απειλεί ο RSV
Διοικητές νοσοκομείων: Παράδοξα και αντιφάσεις ενός διαγωνισμού