Ελπίδες για αποτελεσματικότερη θεραπεία της νόσου Πάρκινσον με νέα φάρμακα, που δεν θα στοχεύουν μόνο στην αντιμετώπιση των συμπτωμάτων, αλλά θα παρεμβαίνουν στην «πηγή» της νόσου, «φρενάροντας» ή και αναστρέφοντας τη διαδικασία της νευροεκφύλισης, γεννούν οι τελευταίες εξελίξεις στην επιστημονική έρευνα.

Τέσσερις κλινικές μελέτες που έχουν ολοκληρωθεί εκπέμπουν ενθαρρυντικά μηνύματα για την δυνατότητα μιας ομάδας αντιδιαβητικών φαρμάκων -των αναστολέων των GLP-1 υποδοχέων- να παρέμβουν θεραπευτικά στη νόσο Πάρκινσον, ενώ άλλες 6 μελέτες βρίσκονται σε εξέλιξη και αναμένονται αποτελέσματα.

Η βιολόγος και γιατρός, Καλλιρόη Καλλινδέρη, reader στο αγγλόφωνο προπτυχιακό πρόγραμμα του Τμήματος Ιατρικής του ΑΠΘ, εξηγεί στο iatronet.gr την αλληλεπίδραση στον άξονα εντέρου – εγκεφάλου και τον κοινό παθογενετικό μηχανισμό μεταξύ Σακχαρώδη Διαβήτη Τύπου 2 και νόσου Πάρκινσον, που έστρεψε την επιστημονική έρευνα σε νέες θεραπευτικές προσεγγίσεις. Παρουσιάζει τα ευρήματα των τεσσάρων μελετών, που δημοσιεύτηκαν πρόσφατα σε άρθρο - βιβλιογραφική ανασκόπηση στο περιοδικό International Journal of Molecular Sciences, ενώ εκφράζει την αισιοδοξία της για επικείμενες εξελίξεις στην θεραπεία της νόσου.

Νέα θεραπευτική προσέγγιση

Η νόσος Πάρκινσον είναι η δεύτερη σε συχνότητα νευροεκφυλιστική ασθένεια μετά τη νόσο Αλτσχάιμερ. Προσβάλλει το 1% – 2% ατόμων ηλικίας άνω των 65 και περίπου 3% ως 5% των ατόμων άνω των 85 ετών, ενώ εκτιμάται πως το 2040 θα αφορά 12 εκατομμύρια ανθρώπους.  Εκτός από τα κινητικά συμπτώματα (τρόμος ηρεμίας, βραδυκινισία, δυσκαμψία, επεισόδια παγώματος), παρουσιάζει και μη κινητικά, όπως νοητικές διαταραχές, διαταραχές ύπνου, διαταραχές από το αυτόνομο νευρικό σύστημα, στην όσφρηση, εύκολη κόπωση κ.ά.

«Στις μέρες μας η θεραπεία είναι συμπτωματική. Παρεμβαίνουμε στα συμπτώματα της νόσου και όχι στην αρχή της, για να σταματήσουμε ή και να αναστρέψουμε την εκφύλιση», αναφέρει η κ.Καλινδέρη και προσθέτει: «Η λεβοντόπα και παράγωγά της είναι το κύριο φάρμακο αντιμετώπισης της νόσου. Βοηθά πολύ τους ασθενείς, αλλά έχει περιορισμένες δυνατότητες και δεν παρεμβαίνει στην πηγή της νόσου, ενώ η μακροχρόνια χρήση έχει παρενέργειες, όπως δυσκινισίες και κινητικές διακυμάνσεις».

Η προσπάθεια ανάπτυξης νέων θεραπευτικών προσεγγίσεων που θα στοχεύουν στους μηχανισμούς της νευροεκφύλισης οδήγησε την επιστημονική έρευνα, μεταξύ άλλων, στους λεγόμενους αγωνιστές του υποδοχέα του γλυκαγονόμορφου πεπτιδίου 1 (GLP-1 receptors).

«Τα φάρμακα αυτά έχουν έγκριση για τον Σακχαρώδη Διαβήτη Τύπου 2 και το 2023 θεωρήθηκαν ως φάρμακα της χρονιάς. Πήραν έγκριση από τον FDA για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας, επίσης έχουν καρδιοπροστατευτική δράση, ενώ φαίνεται ότι παρεμβαίνουν στο κομμάτι της νευροεκφύλισης που αφορά τη νόσο Πάρκινσον», σημειώνει η ερευνήτρια.

Έχει διαπιστωθεί πως υπάρχει κάποιος κοινός παθογενετικός μηχανισμός μεταξύ του Σακχαρώδη Διαβήτη Τύπου 2 και της νόσου Πάρκινσον, με τον ΣΔ2 να αποτελεί παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση της νευροεκφυλιστικής νόσου. «Περίπου αυξάνει κατά 1,4 φορές τον κίνδυνο εμφάνισης Πάρκινσον, ενώ άλλες μελέτες δείχνουν αύξηση κινδύνου κατά 40%», τονίζει η κ.Καλινδέρη.

Όπως εξηγεί, η αντίσταση στην ινσουλίνη φαίνεται ότι εμπλέκεται στην απώλεια ντοπαμίνης, που έχει πρωταρχικό ρόλο στην εμφάνιση της νόσου Πάρκινσον. «Επίσης, η αντίσταση στην ινσουλίνη είναι αυξημένη σε ασθενείς με νόσο Πάρκινσον που εμφανίζουν άνοια, ενώ σε πειραματικά μοντέλα σε ποντίκια που είχαν Πάρκινσον, η ενδορινική χορήγηση ινσουλίνης βελτίωσε τα κινητικά τους συμπτώματα, αλλά και τη νοητική τους λειτουργία. Παρόλα αυτά η μακροχρόνια ενδορινική χορήγηση ινσουλίνης οδήγησε στην απευαισθητοποίηση της δράσης της ινσουλίνης», αναφέρει.

Οι 4 + 6 κλινικές μελέτες

Η πιθανή θεραπευτική δράση των αγωνιστών των GLP-1 υποδοχέων στη νόσο Πάρκινσον διερευνήθηκε τόσο σε προκλινικές όσο και σε κλινικές μελέτες, με ενθαρρυντικά αποτελέσματα στην αποκατάσταση των επιπέδων ντοπαμίνης, στην αναστολή της απώλειας ντοπαμινεργικών νευρώνων, στην αναστολή της νευροεκφύλισης και στη βελτίωση τόσο των κινητικών όσο και των μη κινητικών συμπτωμάτων της νόσου.

Έπειτα από προκλινικές μελέτες σε ποντίκια, έχουν σήμερα ολοκληρωθεί τουλάχιστον 4 κλινικές μελέτες σε ανθρώπους, με υποδόρια χορήγηση τριών αναστολέων GLP-1, με καλά αποτελέσματα:

  • Μια μορφή εξενατίδης χορηγήθηκε δύο φορές την ημέρα για 1 χρόνο σε 45 ασθενείς με ΝΠ, ενώ οι ασθενείς της ομάδας ελέγχου λάμβαναν την κλασική θεραπεία. Χρησιμοποιήθηκε περίοδος αποχής από το φάρμακο για περίπου 2 μήνες, ώστε τα αποτελέσματα να μην οφείλονται σε υπολειπόμενη δράση της κλασικής θεραπείας. Σύμφωνα με τα ευρήματα, το φάρμακο βελτίωσε την κινητική όσο και τη νοητική λειτουργία των ασθενών, οι οποίοι είχαν ιδιαίτερα σημαντικές ανεπιθύμητες ενέργειες (δυσκοιλιότητα και ναυτία οι κυριότερες).
  • Στη δεύτερη μελέτη, χορηγήθηκε εξενατίδη μια φορά την εβδομάδα για περίπου ένα χρόνο με περίοδο αποχής 3 μήνες. Και εδώ ήταν καλά τα αποτελέσματα ως προς την κινητική συμπτωματολογία των ασθενών, με λίγες ανεπιθύμητες ενέργειες, κυρίως από το γαστεντερικό
  • Λιραγλουτίδη χρησιμοποιήθηκε για ένα χρόνο σε 37 ασθενείς με νόσο Πάρκινσον, οι οποίοι είχαν βελτίωση στην καθημερινότητά τους
  • Λιξισενατίδη χορηγήθηκε μια φορά τη μέρα για περίπου ένα χρόνο, με σημαντική βελτίωση στα κινητικά συμπτώματα των ασθενών.

Άλλες περίπου 6 μελέτες βρίσκονται σε εξέλιξη και περιμένουμε να ολοκληρωθούν.

Όπως αναφέρει η κ.Καλινδέρη, πρέπει να γίνουν μεγαλύτερες κλινικές μελέτες, με μεγαλύτερο δείγμα ασθενών, ώστε να καθοριστεί η κατάλληλη δόση και να επιβεβαιωθεί η αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια φαρμάκων, ενώ στόχος είναι και η ανάπτυξη πιο φιλικών τρόπων χορήγησης (από του στόματος και όχι ενέσιμα). Επίσης, στο πλαίσιο της εξατομικευυμένης προσέγγισης των ασθενών, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη παράγοντες όπως γενετικές αλλαγές στο γονιδίωμα, το στάδιο της νόσου ή συνοδές παθήσεις σε ασθενείς με νόσο Πάρκινσον, που μπορεί να επηρεάζουν την αποτελεσματικότητα γενικότερα των φαρμάκων.

«Οι αγωνιστές των GLP-1 υποδοχέων φαίνεται πως αναστέλλουν την απώλεια των ντοπαμινεργικών νευρώνων και τη διαδικασία της νευροεκφύλισης, ενώ βελτιώνουν τα κινητικά και μη κινητικά συμπτώματα της νόσου», επισημαίνει συνοψίζοντας, η ερευνήτρια και καταλήγει: «Έχουμε κάποια αποτελέσματα στα χέρια μας, έχουν γίνει μελέτες για την εξενατίδη, τη λιραγλουτίδη και την λιξισενατίδη, που φαίνεται πως βελτιώνουν τα κινητικά συμπτώματα της νόσου και τη νοητική λειτουργία, αλλά και την ποιότητα ζωής των ατόμων με νόσο του Πάρκινσον. Περιμένουμε κι άλλες κλινικές μελέτες για φάρμακα που δεν θα στοχεύουν μόνο στα συμπτώματα της νόσου, αλλά στο να ανακόψουν ή ακόμα και να αναστρέψουν τη διαδικασία της νευροεκφύλισης».

Ειδήσεις υγείας σήμερα
Για δεύτερη φορά με κορωνοϊό ο Μπάιντεν
Η μούχλα στο σπίτι προκαλεί άσθμα στα παιδιά [μελέτη]
Θετικά αποτελέσματα από μελέτη για την προσωπο-ωμο-βραχιόνιο μυϊκή δυστροφία