Νέα έρευνα υποδεικνύει ότι η έλλειψη βιταμίνης D μπορεί ενδεχομένως να συμβάλει σε διαταραχές του κοιλιακού τοιχώματος, όπως ακράτεια ούρων και κοπράνων.

Ο ερευνητής Samuel Badalian, από το Πανεπιστήμιο SUNY Upstate Medical University στις Συρακούσες, της Νέας Υόρκης, σημειώνει στο περιοδικό ‘Obstetrics & Gynecology’ ότι τα υψηλότερα επίπεδα βιταμίνης D συνδέονταν με χαμηλότερο κίνδυνο διαταραχής στην κοιλιακή χώρα σε όλες τις γυναίκες.

Πρόσθεσε ότι δεδομένης της αύξησης στον αριθμό των ασθενών με διαταραχές κοιλιακής χώρας απαιτείται περαιτέρω αξιολόγηση του ρόλου της συγκεκριμένης βιταμίνης.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, μια στις τέσσερις γυναίκες πάσχει από κάποιου είδους διαταραχή κοιλιακού τοιχώματος, όπως ακράτεια ούρων και κοπράνων και οι κίνδυνοι ανάπτυξης αυτών των διαταραχών αυξάνεται με το πέρασμα των ετών.

Δήλωσαν ότι τα αποτελέσματα υποδεικνύουν ότι η αντιμετώπιση της έλλειψης βιταμίνης D στις γυναίκες θα μπορούσε να βελτιώσει τη δύναμη του κοιλιακού μυός και να μειώσει τον κίνδυνο διαταραχών στην κοιλιά, ιδιαίτερα της ακράτειας.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, η έλλειψη βιταμίνης D σχετίζεται ήδη με αυξημένο κίνδυνο οστεοπόρωσης, ενώ πρόσφατες έρευνες έχουν επίσης συνδέσει την οστεοπόρωση με διαταραχές κοιλιακού τοιχώματος.

Η έρευνα εξέτασε τη σχέση μεταξύ επιπέδων βιταμίνης D και διαταραχών κοιλιακού τοιχώματος που αναφέρθηκαν από 1.881 γυναίκες ηλικίας άνω των 20 ετών. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ποσοστό 82% των γυναικών είχαν επίπεδα βιταμίνης που θεωρούνταν ανεπαρκή.

Μια ή περισσότερες διαταραχές αναφέρθηκαν από το 23% των γυναικών και τα επίπεδα της βιταμίνης D κατά μέσον όρο ήταν σημαντικά χαμηλότερα σε όσες εμφάνιζαν τουλάχιστον μια διαταραχή στην κοιλιακή χώρα ή ακράτεια.

Συνολικά, τα αυξημένα επίπεδα βιταμίνης D σχετίζονταν με χαμηλότερο κίνδυνο για διαταραχές κοιλιακού τοιχώματος.

Σε γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας, ο κίνδυνος ακράτειας ούρων ήταν χαμηλότερος κατά 45% στις γυναίκες με φυσιολογικά επίπεδα βιταμίνης D.

Τα υψηλότερα επίπεδα βιταμίνης D επίσης σχετίζονταν με ελαφρώς χαμηλότερο κίνδυνο ακράτειας κοπράνων, αλλά η σχέση δεν θεωρείται σημαντική, ενώ οι ερευνητές δηλώνουν ότι ενδεχομένως οφείλεται στο χαμηλό αριθμό περιστατικών ακράτειας κοπράνων που αναφέρθηκαν.

Πηγές:
‘Obstetrics & Gynecology’.

Ειδήσεις υγείας σήμερα
Περιεμμηνόπαυση: Ερωτήσεις που πρέπει να κάνετε στον γυναικολόγο σας
ECDC: Σημαντική αύξηση κρουσμάτων συγκυτιακού ιού - Ποιους απειλεί ο RSV
Διοικητές νοσοκομείων: Παράδοξα και αντιφάσεις ενός διαγωνισμού