Γυναίκες που συνεχίζουν να θέλουν ένα παιδί χρόνια μετά από αποτυχημένες προσπάθειες εξωσωματικής γονιμοποίησης έχουν χειρότερη ψυχική υγεία σε σχέση με γυναίκες που μπόρεσαν να παραιτηθούν από την επιθυμία τους, σύμφωνα με νέα μεγάλη ευρωπαϊκή έρευνα.

Αν και οι ερευνητές σημειώνουν ότι άλλοι παράγοντες εκτός από αποτυχημένες προσπάθειες θα μπορούσαν να παίζουν ρόλο στην ψυχική υγεία των γυναικών, κατέληξαν ότι όλες οι γυναίκες που έλαβαν αγωγή για υπογονιμότητα θα πρέπει να λαμβάνουν ψυχολογική στήριξη.
Η ερευνήτρια, Dr. Sofia Gameiro, του Cardiff University, δήλωσε ότι η έρευνα θα βοηθήσει το προσωπικό κλινικών να εντοπίσει ασθενείς που είναι περισσότερο πιθανό να έχουν δυσκολίες προσαρμογής μακροπρόθεσμα αξιολογώντας τις δυνατότητες των γυναικών να συμφιλιωθούν με την ανεκπλήρωτη επιθυμία τους. Θα πρέπει να συμβουλευθούν οι συγκεκριμένες ασθενείς να ζητήσουν επιπλέον στήριξη από επαγγελματίες ψυχικής υγείας και δίκτυα στήριξης ασθενών.

 Η έρευνα που δημοσιεύεται στο περιοδικό ''Human Reproduction'', αφορούσε 7.148 γυναίκες που υποβλήθηκαν σε τεχνικές υποβοηθούμενης αναπαραγωγής σε μια από τις 12 κλινικές για εξωσωματική γονιμοποίηση, της Ολλανδίας.

 Οι ερευνητές εξέτασαν ερωτηματολόγια που συμπληρώθηκαν από τις γυναίκες περισσότερο από μια δεκαετία μετά την αγωγή. 

Τα ερωτηματολόγια περιλάμβαναν ερωτήσεις για την ηλικία τους, την εκπαίδευση, την εμμηνόπαυση, την οικογενειακή κατάσταση, το είδος της αγωγής και αν τα προβλήματα υπογονιμότητας οφείλονταν σε αυτές ή στους συζύγους.
Σε χωριστό ερωτηματολόγιο απάντησαν πώς αισθάνονταν τις προηγούμενες 4 εβδομάδες. Απάντησαν επίσης και σχετικά με το αν είχαν βιολογικά ή υιοθετημένα παιδιά και αν ήθελαν ακόμη να αποκτήσουν.

Αν και οι περισσότερες γυναίκες με αποτυχημένες προσπάθειες εξωσωματικής γονιμοποίησης αποδέχτηκαν το γεγονός, ποσοστό 6%, ακόμα επιθυμούσε να αποκτήσει παιδιά.
Η παρατεταμένης διάρκειας επιθυμία για παιδιά συνδέθηκε με χειρότερη ψυχική υγεία άσχετα από τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζαν οι γυναίκες ή από το είδος της αγωγής που έλαβαν, σύμφωνα με την έρευνα.

Ανακάλυψαν ότι γυναίκες που ακόμα ήθελαν να κάνουν παιδιά είχαν έως 2,8 φορές περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν κλινικά σημαντικά προβλήματα ψυχικής υγείας σε σχέση με γυναίκες που παραιτήθηκαν από την επιθυμία.
Η Gameiro δήλωσε ότι η δύναμη της σχέσης ποίκιλε σε συνάρτηση με το αν οι γυναίκες είχαν παιδιά ή όχι.

Tα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι γυναίκες είχαν καλύτερη ψυχική υγεία όταν ο σύζυγος ήταν αιτία της υπογονιμότητάς τους ή αν η αιτία ήταν άγνωστη.
Γυναίκες που άρχισαν αγωγή κατά της υπογονιμότητας αργότερα στη ζωή και είχαν παντρευτεί ή ζούσαν με σύντροφο είχαν καλύτερη εικόνα σε σχέση με γυναίκες που άρχισαν αγωγή σε νεαρότερη ηλικία και ήταν ανύπαντρες, διαζευγμένες ή χήρες. ‘Οσες είχαν καλύτερη εκπαίδευση είχαν επίσης καλύτερη ψυχική υγεία, δήλωσαν οι ερευνητές.

Η Gameiro δήλωσε ότι η έρευνα βελτιώνει την κατανόηση της αιτίας που οι άνθρωποι που δεν έχουν παιδιά έχουν χαμηλότερη προσαρμογή. Δείχνει τι σχετίζεται πιο ισχυρά με την αδυναμία τους να αφήσουν στην άκρη την επιθυμία τους να αποκτήσουν παιδιά.
Πρόσθεσε ότι προκαλεί εντύπωση ότι γυναίκες που έχουν παιδιά αλλά επιθυμούν περισσότερα αναφέρουν φτωχότερη ψυχική υγεία σε σχέση με όσες δεν έχουν αποκτήσει παιδιά αλλά το έχουν αποδεχτεί.

Η έρευνα ανακάλυψε σχέση, αλλά δεν απέδειξε ότι είναι αιτιατή.

 

Πηγές:
''Human Reproduction''.

Ειδήσεις υγείας σήμερα
Η γιόγκα βοηθά γυναίκες ασθενείς να αντιμετωπίσουν το στρες του καρκίνου [μελέτη]
Φάρμακο για τον θυρεοειδή είναι πιθανόν να εξασθενεί τα οστά των ηλικιωμένων [μελέτη]
Γιατί είναι πρησμένα τα χέρια μου;