Ιατρικό Λεξικό - Λήμματα από Μ

Βρέθηκαν 82 λήμματα

Μυϊκή δυστροφία

Ένα από εννέα ξεχωριστά γενετικά σύνδρομα, που επηρεάζουν την μυϊκή δύναμη και κινητικότητα, κάποια από τα οποία γίνονται πρώτα εμφανή στην βρεφική ηλικία και άλλα αναπτύσσονται στην εφηβεία ή τ...

Μυκητίαση από Entomophthorales

Νόσος που προκαλείται από μύκητες της τάξης των Zygomycetes, που περιλαμβάνουν δύο γένη (Candidiobolus και Basidiobolus) που είναι υπεύθυνα για νόσους στον άνθρωπο. Οι μύκητες Candidiobolus προκαλ...

Μυκητιασικό έλκος

1. Έλκος στο οποίο ο κοκκιώδης ιστός προβάλλει πάνω από τα όρια της πληγής και αιμορραγεί εύκολα.2. Έλκος προκαλούμενο από μύκητα....

Μύξωμα

Όγκος που αποτελείται από βλεννώδη συνδετικό ιστό, παρόμοιο με αυτόν που είναι παρών στο έμβρυο ή στον ομφάλιο λώρο. Τα κύτταρα είναι αστεροειδή ή ατρακτοειδή και χωρίζονται από βλεννώδη ιστό. Ο...

Μυοκαρδίτιδα

Φλεγμονή του καρδιακού μυός, συνήθως ως συνέπεια λοιμώξεων (π.χ., ιοί, νόσος Lyme, ρευματικός πυρετός, τρυπανοσώματα και τοξοπλάσμωση)· ανοσολογικών- ρευματολογικών καταστάσεων (π.χ., συστηματικ...

Μυοπάθεια Miyoshi

Μια αυτοσωματική υπολειπόμενη μορφή μυϊκής δυστροφίας, στην οποία μεταλλάξεις στο γονίδιο των σκελετικών μυών που κωδικοποιεί τη δυσφερλίνη, οδηγεί σε αδυναμία των περιφερικών μυών, ειδικά των μ...

Μυοσίνη

Μια πρωτεΐνη παρούσα στα μυίκά ινίδια, η οποία αποτελεί περίπου το 45% των ολικών μυίκών πρωτείνών. Αποτελείται από μακριές αλυσίδες πολυπεπτιδίων που συνδέονται μεταξύ τους με πλευρικές αλυσίδε...

Μυς

Ένας τύπος ιστού, που αποτελείται από συστελλόμενα κύτταρα ή ίνες, που επηρεάζει την κίνηση ενός οργάνου ή μέρους του σώματος. Το κυριότερο χαρακτηριστικό του μυϊκού ιστού είναι ή ικανότητά του...

Μύτη

Η προεκβολή στο κέντρο του προσώπου η οποία είναι το όργανο της όσφρησης και της εισόδου στις ρινικές κοιλότητες. Η μύτη είναι τριγωνική, αποτελούμενη από και προσδεδεμένη με οστά και χόνδρο, ...

Μυωπία

Ένα σφάλμα στη διάθλαση, κατά το οποίο οι φωτεινές ακτίνες εστιάζονται μπροστά από τον αμφιβληστροειδή, δίνοντας στον άνθρωπο τη δυνατότητα να δει καθαρά σε μικρή μόνο απόσταση. Ένας αρνητικός (κ...

Δείτε τα λήμματα αλφαβητικά
Συνεργασία Mendor Editions & Taber's Ιατρικό Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό