Του Σπύρου Π. Ντουράκη*

Ένας άγνωστος ‘σύντροφος’ για πολλές χιλιάδες Ελλήνων, είναι η ηπατίτιδα Β. Στη χώρα μας, εκτιμάται ότι υπάρχουν τουλάχιστον 500.000 φορείς του ιού, πολλοί από τους οποίους δεν το γνωρίζουν καν. Η άγνοια είναι το χαρακτηριστικό στοιχείο που αφορά στην πάθηση, με μεγάλο μέρος του πληθυσμού να έχει απαράδεκτες και παντελώς λανθασμένες αντιλήψεις, του τύπου ότι οι χρόνιοι φορείς είναι ‘ανήθικοι’ ή ‘πρώην τοξικομανείς’.

Η ηπατίτιδα Β είναι μία φλεγμονή του ήπατος, οξεία ή χρόνια, που οφείλεται στον ομώνυμο ιό. Μπορεί να οδηγήσει σε κίρρωση και ηπατοκυτταρικό καρκίνο (ο μεγαλύτερος καρκινογόνος παράγοντας μετά το κάπνισμα), ενώ το 25% έως 40% των χρονίως πασχόντων από ηπατίτιδα Β καταλήγουν από τα προαναφερθέντα.

Προσβάλλει το 5% του πληθυσμού της γης (350.000.000 άτομα). Στις βαλκανικές χώρες, η συχνότητα των φορέων μπορεί να φτάσει έως και στο 7% του γενικού πληθυσμού. Η χρόνια ηπατίτιδα Β είναι διπλάσια σε συχνότητα από την ηπατίτιδα C και δεκαπλάσια από το AIDS!

Ο ιός μεταδίδεται με μεταγγίσεις αίματος (πριν από το 1970), σεξουαλικά, κατά τον τοκετό ή ενδοοικογενειακά, ενώ δεν μεταδίδεται από μαγειρικά σκεύη, τουαλέτες ή την κοινωνική επαφή. Οι περισσότεροι φορείς μολύνθηκαν στην πατρική οικογένεια, στη γειτονιά με μικροτραυματισμούς στα παιχνίδια ή με χρήση βελονών και συριγγών πολλαπλών χρήσεων που χρησιμοποιούνταν παλαιότερα, καθώς ο βρασμός τους δεν αδρανοποιούσε τον ιό.

Οι νέες περιπτώσεις ηπατίτιδας B, που αφορούν κυρίως τη σεξουαλική μετάδοση (ομοφυλοφιλία ή πολλαπλές σεξουαλικές σχέσεις) ή τη μετάδοση με την ενδοφλέβια χρήση τοξικών ουσιών, έχουν ελαττωθεί αρκετά τα τελευταία χρόνια. Αυτό οφείλεται κυρίως στον υποχρεωτικό έλεγχο του αίματος, της βελτίωσης των συνθηκών νοσηλείας στα νοσοκομεία, της χρήσης βελονών μιας χρήσης, των σύγχρονων κανόνων αποστείρωσης και του προγράμματος εμβολιασμού βρεφών, νηπίων, εφήβων και ομάδων υψηλού κινδύνου.

Στις ομάδες αυτές ανήκουν πολυμεταγγιζόμενοι, μεταμοσχευμένοι, όσοι έχουν στενή επαφή με φορείς ηπατίτιδας B, ομοφυλόφιλοι, ετεροφυλόφιλοι με πολλαπλές σεξουαλικές σχέσεις, όσοι έχουν ιστορικό σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων, χρήστες τοξικών ουσιών, αστυνομικοί, προσωπικό και τρόφιμοι φυλακών, άτομα με αναπτυξιακές αναπηρίες και όσοι εργάζονται στα ιδρύματα για τα άτομα αυτά, εργαζόμενοι στην Υγεία ή σε υπηρεσίες καθαριότητας και επεξεργασίας λυμάτων.

Παραμένουν, όμως ακόμη αδιάγνωστες πολλές παλαιότερες περιπτώσεις ηπατίτιδας Β και οι πάσχοντες δεν το γνωρίζουν, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο τους εαυτούς τους αλλά και τους συνανθρώπους τους.

Λίγες εβδομάδες μετά την είσοδο του ιού στο σώμα, αναπτύσσεται οξεία ηπατίτιδα και οι ασθενείς μπορεί να νιώσουν έντονη αδυναμία, καταβολή, ναυτία ή να κιτρινίσουν στο δέρμα και στα μάτια τους και να έχουν σκοτεινόχρωμα ούρα (σαν κονιάκ).

Στους μισούς, ενδέχεται να θεωρηθεί ως ‘ίωση’ ή και να μην υπάρχει κανένα σύμπτωμα.

Η οξεία ηπατίτιδα Β διαρκεί λίγες εβδομάδες και τις περισσότερες φορές (στους ενήλικες) αυτοϊάται πλήρως. Σπανίως, προκαλεί οξεία ανεπάρκεια του ήπατος και απειλεί τη ζωή του ασθενούς.

Η μετάπτωση της οξείας ηπατίτιδας σε χρονιότητα εξαρτάται από την ηλικία (νεογνά 95%, παιδιά 60% ενήλικες 3% - 5%) και την κλινική εικόνα (η οξεία ηπατίτιδα B με ίκτερο δεν μεταπίπτει σε χρόνια). Για το λόγο αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικός ο εμβολιασμός των νεογνών και παιδιών, αφού η μετάδοση σε αυτά του ιού θα οδηγήσει σε χρόνια ηπατίτιδα.

Τα εμβόλια που κυκλοφορούν είναι φτιαγμένα στο εργαστήριο με τεχνικές μοριακής βιολογίας και είναι ασφαλή και αποτελεσματικά.

Πριν από την ανάπτυξη των σύγχρονων μορφών θεραπείας, η μόνη ελπίδα των ασθενών με χρόνια ηπατίτιδα Β ήταν η αυτόματη υποχώρηση της νόσου. Η σημερινή θεραπεία για την χρόνια ηπατίτιδα Β είναι αποτελεσματική και γίνεται με φάρμακα που υποβοηθούν το ανοσοποιητικό σύστημα στη μάχη του έναντι του ιού (ιντερφερόνες α) ή με αντιικά φάρμακα (λαμιβουδίνη, αδεφοβίρη, εντεκαβίρη, τελμπιβουδίνη και τενοφοβίρη) που εμποδίζουν άμεσα τον πολλαπλασιασμό του.

Συμπερασματικά, η μεγαλύτερη προσπάθεια στον τομέα της δημόσιας υγείας (και στη χώρα μας) εστιάζεται στην πρόληψη της μετάδοσης του ιού, μέσω ενημερωτικών εκστρατειών και εκτεταμένων προγραμμάτων εμβολιασμού. Όσοι ανήκουν στις ομάδες μεγάλου κινδύνου θα πρέπει να ελέγχονται συστηματικά.

Εάν δεν έχουν μολυνθεί θα πρέπει να εμβολιάζονται, ενώ εάν έχουν μολυνθεί να μελετώνται για την ανάγκη χορήγησης θεραπείας. Παράλληλα, επειδή στις Βαλκανικές χώρες, τουλάχιστον το 40% των ασθενών με χρόνια ηπατίτιδα B δεν ανήκει σε ομάδα μεγάλου κινδύνου, ο έλεγχος και ο εμβολιασμός θα πρέπει να γίνονται ευρύτερα.

* Αναπληρωτής καθηγητή Παθολογίας – Ηπατολογίας Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Aθηνών - B' Παθολογική Kλινική, ‘Iπποκράτειο’ Γ.Π.N. Aθηνών.

Ειδήσεις υγείας σήμερα
Περιεμμηνόπαυση: Ερωτήσεις που πρέπει να κάνετε στον γυναικολόγο σας
ECDC: Σημαντική αύξηση κρουσμάτων συγκυτιακού ιού - Ποιους απειλεί ο RSV
Διοικητές νοσοκομείων: Παράδοξα και αντιφάσεις ενός διαγωνισμού