Ειδικές πληθυσμιακές ομάδες, όπως άτομα με ψυχικές διαταραχές, νευρεκφυλιστικές ασθένειες ή μαθησιακές δυσκολίες αντιμετώπισαν μεγαλύτερες δυσκολίες από άλλες στην περίοδο της πανδημίας, ενώ κάποιες ήταν πιο ευάλωτες στον ιό και πιο επιρρεπείς σε σοβαρή νόσο. Επίσης, αυξημένη δυσκολία προσαρμογής αντιμετώπισαν και ομάδες ατόμων που συχνά πέφτουν θύματα διακρίσεων, όπως τα μέλη της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας.

Το ζήτημα απασχόλησε ειδική ενότητα στο πλαίσιο του συνεδρίου "Review in Psychiatry 2022", που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα στη Θεσσαλονίκη από την Διεθνή Εταιρεία Νευροβιολογίας και Ψυχοφαρμακολογίας και την Γ' Πανεπιστημιακή Ψυχιατρική Κλινική του ΑΠΘ.

Ψυχαναγκαστική - καταναγκαστική διαταραχή

Πριν ακόμα μπει ο κορωνοϊός στη ζωή μας, άτομα με ψυχαναγκαστική – καταναγκαστική διαταραχή (OCD) αντιμετώπιζαν ήδη εμμονή με το συνεχές πλύσιμο των χεριών τους υπό τον φόβο της μόλυνσης από μικρόβια και ασθένειες. Με την έναρξη της πανδημίας η συνήθεια αυτή έτεινε να γίνει καθημερινότητα για μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, υπό τις οδηγίες των υγειονομιών αρχών, ως βασικό μέτρο ατομικής προστασίας. Η κατάσταση αυτή επιδείνωσε την κατάσταση των ατόμων με OCD;

Η απάντηση είναι μάλλον αρνητική, σύμφωνα με την ψυχολόγο Βασιλική Μπαϊρακτάρη, η οποία επικαλέστηκε έρευνα που έγινε με τηλεφωνικές συνεντεύξεις σε 84 ασθενείς με προηγούμενη σχετική διάγνωση. Οι βαθμολογίες των απαντήσεων συγκρίθηκαν με τις προ-πανδημικές και το αποτέλεσμα έδειξε πως μόνο σε 5 ασθενείς, δηλαδή στο 6% του συνόλου, τα συμπτώματα παρουσίασαν έξαρση μετά την έκρηξη της πανδημίας. «Θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι η εμμονή δεν μπορεί να γενικευτεί, καθώς η εμμονή μόλυνσης από μια βρωμιά δεν μπορεί να σημαίνει και εμμονή της μόλυνσης από έναν ιό», ανέφερε η κ.Μπαϊρακτάρη, προσθέτοντας, πάντως και τα αντικρουόμενα αποτελέσματα άλλων ερευνών, που κατέληξαν στο συμπέρασμα πως κάθε φορά που οι στρατηγικές κατά μίας μόλυνσης περιέχουν επαναληπτικές συμπεριφορές ενέχει ο κίνδυνος ψυχαναγκασμών και καταναγκασμών. Λόγω της πανδημίας οι καταναγκασμοί αυτοί μπορούν να οδηγήσουν σε χρόνιο στρες, αυπνία, δερματολογικές παθήσεις.

Διαταραχές ψυχικής υγείας

Συστηματική μετανάλυση, που συμπεριέλαβε 16 μελέτες 7 χωρών σε τρεις ηπείρους, σε συνολικά 19.086 με διαταραχές ψυχικής υγείας, οδήγησε στο συμπέρασμα πως τα άτομα με σοβαρές διαταραχές ψυχικής υγείας είχαν υψηλότερη θνησιμότητα και ως εκ τούτου θα έπρεπε να συμπεριληφθούν στις ομάδες υψηλότερου κινδύνου για εμφάνιση σοβαρής νόσου και επιπλοκών.

Επιπρόσθετα, τα lockdown και οι περιορισμοί στην κινητικότητα είχαν σημαντικά αρνητική επίδραση στα άτομα με σοβαρή ψυχική νόσο, καθώς λειτούργησαν ως έναυσμα για σοβαρότερη και πιο ασταθή πορεία της ασθένειας. Το lockdown είχε μεγαλύτερο αντίκτυπο σε άτομα με διπολική διαταραχή. Η κατάστασή τους βελτιώθηκε με την πάροδο του χρόνου, αλλά πολύ πιο αργά σε σχέση με υγιή άτομα.

Γυναίκες με μείζονα κατάθλιψη επηρεάστηκαν περισσότερο από τους άνδρες και οι νεότερες ηλικίες περισσότερο από τις μεγαλύτερες. Σε ό,τι αφορά τους νοσήσαντες, τα ποσοστά εμφάνισης μετατραυματικού στρες ήταν μεγαλύτερα σε άτομα που νοσηλεύτηκαν σε σχέση με ατά που ήταν σε κατ’ οίκον καραντίνα.

Παιδιά με ΔΑΦ και ΔΕΠΥ

Τα παιδιά με Διαταραχές στο Φάσμα του Αυτισμού (ΔΑΦ) είναι ιδιαίτερα ευάλωτα στις επιπτώσεις της πανδημίας, λόγω των νοητικών, κοινωνικών και επικοινωνιακών περιορισμών που συνοδεύουν τη διάγνωση, όπως ανέφερε η ψυχολόγος Μαρία Βαμβακά. Η Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος κρύβει γενετικούς παράγοντες κινδύνου για τον κορωνοϊό, επειδή τα υψηλά επίπεδα προφλεγμωνωδών κυττοκινών που υπάρχουν στα άτομα με ΔΑΦ μπορούν να τα θέσουν σε μεγαλύτερο κίνδυνο για πιο σοβαρά συμπτώματα, αν προσβληθούν από τον ιό. Προσθετική επίδραση σε αυτή τη γενετική ευαλωτότητα έχει ο παράγοντας της χαμηλής συμμόρφωσης με τους πολύπλοκους κανόνες υγιεινής. "Λόγω των γνωστικών τους περιορισμών, μέτρα πρόληψης όπως η χρήση μάσκας, το τακτικό πλύσιμο των χεριών, η προστασία από τον βήχα και το φτάρνισμα και η αποφυγή επαφής με άτομα που νοσούν, μπορούν να γίνουν μια δύσκολη πρόκληση για αυτά τα άτομα", σημείωσε.

Ομοίως, οι ασθενείς με Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ) μπορεί να είναι πιο επιρρεπείς στο να μολυνθούν από τον κορωνοϊό, λόγω της περιορισμένης ικανότητάς τους να συμμορφώνονται με τις συστάσεις πρόληψης. Επίσης, η ΔΕΠΥ συσχετίστηκε με αυξημένη σοβαρότητα των συμπτωμάτων COVID και αυξημένη παραπομπή για νοσηλεία. Ωστόσο, η λήψη φαρμακευτικής αγωγής μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο μόλυνσης από τον ιό.

Σύμφωνα με την κ.Βαμβακά, στη διάρκεια της πανδημίας οι συμπεριφερικές δυσκολίες των παιδιών με ΔΕΠΥ επιδεινώθηκαν σημαντικά. Σημειώθηκαν αυξημένα επίπεδα κατάθλιψης, άγχους, υποτονικού γνωστικού ρυθμού και απροσεξίας, ιδιαίτερα σε όσα είχαν φτωχές ικανότητες συναισθηματικής ρύθμισης. Τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι μετά την άρση των περιορισμών αυτά τα συμπτώματα επέστρεψαν στα προ COVID επίπεδα. Ωστόσο η συναισθηματική απορρύθμιση των παιδιών με ΔΕΠΥ αύξησε τον κίνδυνο για παράταση αυτών των συμπτωμάτων, ακόμα και μετά το πέρας της καραντίνας.

Νευροεκφυλιστικές ασθένειες

Έρευνες έχουν δείξει ότι ορισμένα χαρακτηριστικά ασθενών με Αλτσχάιμερ μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο μόλυνσης από SARS-CoV2, καθώς οι ασθενείς ενδέχεται να μην μπορούν να ακολουθήσουν τις συστάσεις που εκδίδονται από τις αρχές δημόσιες υγείας για τη μείωση της μετάδοσης. Όπως ανέφερε, παράλληλα, η ψυχολόγος, Όλγα Γκούση, η επιδημία φαίνεται να ασκεί μεγάλη επίδραση στην ψυχική υγεία των ασθενών με Αλτσχάιμερ, με συνέπεια και την επιδείνωση της γνωστικής τους λειτουργίας.

Σε ό,τι αφορά το Πάρκινσον, τα αυξημένα κρούσματα αυξάνουν άμεσα το ψυχολογικό στρες, που μπορεί να επιδεινώσει προσωρινά διάφορα κινητικά συμπτώματα των ασθενών, όπως ο τρόμος και το πάγωμα της βάδισης. Επίσης σε αυξημένο στρες μπορεί να οδηγήσει και η μείωση της σωματικής δραστηριότητας, ενώ η έλλειψη αερόβιας άσκησης είναι πιθανό να επιδεινώσει τα κινητικά συμπτώματα.

ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα

Εμπειρίες διακρίσεων και στιγματισμού καθιστούν τη ΛΟΑΚΤΙ+ κοινότητα ευάλωτη και στην COVID-19, σημείωσε η Χρυσή Φωτιάδου, απόφοιτη του Τμήματος Ψυχολογίας ΑΠΘ και μεταπτυχιακή φοιτήτρια του προγράμματος Κλινική Ψυχική Υγεία.

Όπως ανέφερε, η κοινότητα παρουσιάζει αυξημένα ποσοστά ανεργίας, διακρίσεις σε πρόσβαση στην κοινωνική περίθαλψη και αυξημένα ποσοστά εμφάνισης ψυχικών διαταραχών. Το στίγμα οδηγεί σε κοινωνικό αποκλεισμό στο σχολικό, εργασιακό ή και οικογενειακό πλαίσιο. Επίσης, είναι υψηλός ο επιπολασμός HIV και άλλων σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων, ενώ παρατηρείται υψηλός κατάχρησης ουσιών και αυτοκτονικού ιδεασμού.

Επικαλέστηκε τα αποτελέσματα έρευνας με 4.319 συμμετέχοντες χρήστες κάνναβης, εκ των οποίων οι 422 ανήκουν στη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα. Η πανδημία επηρέασε αρνητικά και τις δύο ομάδες αυξάνοντας τα ποσοστά χρήσης κάνναβης, χωρίς κάποια σημαντική διαφορά ανάμεσά τους. Ωστόσο, τα άτομα της ΛΟΑΤΚΙ+ ανέφεραν αύξηση κατανάλωσης αλκοόλ και μεγαλύτερο ποσοστό αναφοράς άγχους και καταθλιπτικών συμπτωμάτων. Την ίδια στιγμή, η ομάδα αυτή, στις περιπτώσεις που εμφανίζει συμπτώματα άγχους και κατάθλιψης, φαίνεται να χρησιμοποιεί πιο δυσλειτουργικές τεχνικές αντιμετώπισης, μεταξύ των οποίων υπερυπνηλία, υπερφαγία και κατάχρηση αλκοόλ.

Ειδήσεις υγείας σήμερα
Συνάντηση υπουργού Υγείας με τον πρόεδρο του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών
Ανθυγιεινή  διατροφή του πατέρα συνδέεται με καρδιοπάθεια στην κόρη του [μελέτη]
Γιόγκα και διατάσεις κατά της ακράτειας στις γυναίκες [μελέτη]