Σε παγκόσμιο επίπεδο, η γονιμότητα έχει μειωθεί από 5 γεννήσεις ανά γυναίκα κατά μέσο όρο το 1950 σε 2,3 γεννήσεις ανά γυναίκα το 2021. Καθώς γεννιούνται λιγότερα παιδιά, έχουν προκύψει ανησυχίες ότι σύντομα μπορεί να υπάρχουν «πολύ λίγοι» άνθρωποι για να στηρίξουν τις οικονομίες.

Κατανόηση του ποσοστού γονιμότητας

Το ποσοστό γονιμότητας αναφέρεται στον μέσο αριθμό παιδιών που γεννήθηκαν από μια γυναίκα σε αναπαραγωγική ηλικία σε μια συγκεκριμένη χώρα. Συνήθως, οι γυναίκες μεταξύ 15 και 45 ετών θεωρείται ότι βρίσκονται σε αναπαραγωγική ηλικία.

Το ποσοστό γονιμότητας της Ταϊβάν υπολογίζεται σε 1,11 παιδιά ανά γυναίκα και είναι το χαμηλότερο στον κόσμο.

Η Ευρώπη από την άλλη, προηγείται στην κατάταξη με οκτώ χώρες, ακολουθούμενη από την Ασία με έξι, τη Βόρεια Αμερική με πέντε και την Αφρική με μία.

Η Ευρώπη είναι επίσης η μόνη περιοχή στον κόσμο που αναμένεται να παρουσιάσει συνολική μείωση του πληθυσμού βραχυπρόθεσμα (μεταξύ 2022 και 2050), με προβλεπόμενη μείωση της τάξης του 7%.  Με τον παγκόσμιο μέσο όρο να είναι 2,3 γεννήσεις, η Ελλάδα που συμμετέχει στη λίστα των χωρών με τις χαμηλοτερες γεννήσεις εμφανίζει μέσο όρο 1,4 γεννήσεις.

Αντίθετα, οι πληθυσμοί σε άλλες περιοχές -συμπεριλαμβανομένης της Κεντρικής, Νότιας και Νοτιοανατολικής Ασίας, της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής και της Βόρειας Αμερικής- αναμένεται να συνεχίσουν να αυξάνονται φτάνοντας στο μέγιστο πριν από το 2100.

Οσον αφορά τις χώρες με χαμηλά ποσοστά γονιμότητας, ήδη κάποιες έχουν λάβει μέτρα για να μετριάσουν τις ενδεχόμενες επιπτώσεις στις οικονομίες τους.

Για παράδειγμα, η Νότια Κορέα έχει αρχίσει να επιτρέπει στις οικογένειες να προσλαμβάνουν νταντάδες για να ενθαρρύνουν τα υψηλότερα ποσοστά γεννήσεων, ενώ η Ιαπωνία έχει διαθέσει έως και 3,6 τρισεκατομμύρια γιεν (22,3 δισεκατομμύρια δολάρια) ετησίως σε μια προσπάθεια να αντιστρέψει την τάση.

Ελλάδα: Όλο και λιγότερα παιδιά σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία: οι γεννήσεις σε ηλικία 40 ετών και άνω και η συμβολή τους στους δείκτες γονιμότητας  

Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών, όπου διευθυντής ερευνών είναι ο κ. Βύρων Κοτζαμάνης (https://indemography.gr/wp- content/uploads/2024/10/FOCUS- 2_2024.pdf) οι γεννήσεις στη χώρα μας που τις τρεις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες υπερβαίνουν τις 140 χιλ. συρρικνώνονται ταχύτατα μετά το 1980, τα δυο δε τελευταία χρόνια είναι λιγότερες και από 73 χιλ. παρόλο που το πλήθος των γυναικών σε αναπαραγωγική ηλικία (20-49 ετών) το 2022-23 ελάχιστα διαφοροποιείται από αυτό πρώτης μεταπολεμικής της περιόδου (1,9 εκατομ. σήμερα έναντι 1,7-1,9 το 1951-1979). 

Εξετάζοντας δε τις μεταβολές τους ανά μεγάλες ηλιακές ομάδες θα διαπιστώσουμε ότι αν το σύνολο των γεννήσεων μειώθηκε σημαντικά μετά το 1990, οι προερχόμενες από γυναίκες ηλικίας 40 ετών και άνω υπερ-πενταπλασιάσθηκαν (1,45 χιλ. το 1991-92, 7,5 χιλ. το 2022-23), με αποτέλεσμα να «ζυγίζουν» 7 φορές περισσότερο: 1,4% του συνόλου στις αρχές της δεκαετίας του ’90, 10% το 2022-23. 

Την ίδια περίοδο, οι γεννήσεις που προήλθαν από γυναίκες ηλικίας 30-39 ετών αυξήθηκαν κατά 60% (28,5 χιλ. το 1991-92, 45,5 χιλ. το 2022-23), ενώ οι προερχόμενες από τις ηλιακές ομάδες 20-29 και <20 ετών κατέρρευσαν καθώς αποτελούν πλέον μόνον το 27% και 2,5% του συνόλου έναντι του 65% και 7% σαράντα χρόνια πριν. 

Η ταχύτατη αυξητική τάση των προερχομένων από την τελευταία δεκαετία του αναπαραγωγικού κύκλου των γυναικών γεννήσεων οφείλεται εν μέρει μόνον στην αύξηση του ειδικού βάρους των 40-49 ετών στο εσωτερικό της ομάδας 20-49 ετών την περίοδο αυτή (από 30% το 1991 στο 42% το 2023). 

Οφείλεται βασικά στο ότι οι γυναίκες που βρίσκονται σε ηλικία απόκτησης παιδιών τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες κάνουν τα παιδιά τους σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία, γεγονός που αποτυπώνεται και στη μέση ηλικία στην τεκνοποίηση τόσο στο σύνολο των γεννήσεων όσο και στην απόκτηση του πρώτου παιδιού. 

Η ηλικία αυτή μετά από μια πρώτη περίοδο μείωσης ανάμεσα στο 1956 και τις αρχές της δεκαετίας του ’80 αυξάνεται ταχύτατα: +7,4 σχεδόν χρόνια στο σύνολο των γεννήσεων ανάμεσα στο 1984 (25,9 έτη) και το 2023 (32,3) και +7 έτη στην απόκτηση του πρώτου παιδιού. 

Οφείλεται τέλος, εν μέρει, και στις προόδους των τεχνικών υποβοηθούμενης γονιμότητας ως και στην προσφυγή σε αυτές ενός όλο και μεγαλύτερου αριθμού ζευγαριών γεγονός που αποτυπώνεται και στην αύξηση του ειδικού βάρους των πολυδυναμων τοκετών, το ποσοστό των οποίων τριπλασιάστηκε ανάμεσα στο 1981 και τις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας.

Την περίοδο δε που οι παρεχόμενες από γυναίκες ηλικίας 40 ετών και άνω γεννήσεις αυξάνονται μειώνονται ταχύτατα και οι ετήσιοι δείκτες γονιμότητας (δείκτες που δεν επηρεάζονται από το πλήθος των γυναικών 20-49 ετών και την ποσοστιαία κατανομή τους ανά ηλικία). 
Οι δείκτες αυτοί καταρρέουν καθώς από 2,0 παιδιά/γυναίκα τα πρώτα έτη της δεκαετίας του ‘80 συρρικνώνονται στο 1,3 το 2022-23, έχοντας λάβει ακόμη χαμηλότερες τιμές το 1998-2001(1,23-1,25). 

Η συνεχής αύξηση της μέσης ηλικίας και η διακύμανση των ετήσιων δεικτών μετά το 1984 σε επίπεδα χαμηλότερα του 1,5 παιδιά /γυναίκα, επίπεδα που υπολείπονται σημαντικά του «ορίου αναπαραγωγής» (των 2,05 δηλαδή παιδιών/γυναίκα που «απαιτούνται» για να μη μειωθεί μεσο-μακροπρόθεσμα, εν απουσία μετανάστευσης ο πληθυσμός μας) αποτυπώνουν έμμεσα και τη μείωση της τελικής γονιμότητας των γυναικών που γεννήθηκαν μετά το 1935.

Όλες αυτές οι γενεές, ιδιαίτερα όμως όσες γεννήθηκαν μετά τα τέλη της δεκαετίας του ‘50 έκαναν όλο και λιγότερα παιδιά σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία: 2 παιδιά στα 26 τους οι γεννηθείσες το 1955 αλλά μόνον 1,5 στα 31 έτη όσες γεννήθηκαν το 1981.

Πόσο όμως «ζυγίζει» η γονιμότητα των 40-49 ετών στους ετήσιους δείκτες σήμερα και πριν από 30 χρόνια; Η συμμετοχή στους δείκτες αυτούς, αν και αυξάνουσα είναι περιορισμένη : 1,6 % το 1991 και 8% το 2023- 24, γεγονός που σημαίνει ότι αν οι γεννήσεις αυτές δεν υπήρχαν, οι τιμές των ετήσιων δεικτών θα ήταν ελάχιστα χαμηλότερες (μόλις κατά 0,01-0,2 παιδιά/γυναίκα). Το ίδιο ερώτημα μπορούμε φυσικά να θέσουμε και για τη γονιμότητα των γενεών: ποια είναι δηλαδή η συμμετοχή της γονιμότητας των 40-49 ετών στον τελικό αριθμό παιδιών που έφεραν στο τέλος του αναπαραγωγικού τους κύκλου-στα 50 τους έτη- οι γυναίκες που γεννήθηκαν το 1951, 1961, 1971 και το 1981; 

Από τις αναλύσεις του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών προκύπτει ότι αν η γονιμότητα των 40+ ήταν μηδενική οι 1.000 γυναίκες που γεννήθηκαν το 1951 θα έκαναν 25 παιδιά λιγότερα (2023 αντί για 2048 παιδιά), αυτές που γεννήθηκαν το 1961 39 λιγότερα (1850 αντί για 1889) και οι γεννηθείσες το 1981 1.410 αντί 1.505 (95 λιγότερα). Επομένως η συμβολή της γονιμότητας των 40-49 ετών στον τελικό αριθμό των παιδιών που έκαναν οι γενεές 1951-1981 παραμένει εξαιρετικά περιορισμένη. 

Οι πρόοδοι των τεχνικών υποβοηθούμενης γονιμότητας και η διευρυμένη πρόσβαση σε αυτές με την κάλυψη του κόστους τους δεν πρόκειται, ακόμη και αν συνεχιστεί η αύξηση της μέσης ηλικίας στην τεκνογονία, να οδηγήσουν τις δύο επόμενες δεκαετίες σε αύξηση των προερχομένων από γυναίκες 40 ετών και άνω γεννήσεων, καθώς το πλήθος των γυναικών των ηλικιών αυτών εν απουσία μετανάστευσης θα μειωθεί από 795 χιλ. το 2022 στις 600 χιλ. το 2032 και στις 500 χιλ. το 2042 (-37%). 

Οι γεννήσεις δε αυτές λίγο θα συμβάλλουν και στον αριθμό των παιδιών που θα φέρουν κατά μέσο όρο στον κόσμο οι γενιές που γεννήθηκαν μετά τα τέλη της δεκαετίας του ‘70. Για να ανακοπεί η πτωτική πορεία και, στη συνέχεια για να ανορθωθεί η γονιμότητα των γενεών αυτών θα πρέπει να δημιουργηθεί στη χώρα μας ένα εξαιρετικά ευνοϊκό πλαίσιο για τη δημιουργία οικογένειας και την απόκτηση του επιθυμητού αριθμού παιδιών ο περιβάλλον. 

Το περιβάλλον αυτό θα οδηγήσει στη μείωση στις νεότερες γενιές των ποσοστών ατεκνίας και στην επιβράδυνση της αύξησης της ηλικίας απόκτησης παιδιών και, ταυτόχρονα, θα δώσει τη δυνατότητα σε όσους επιθυμούν να κάνουν ένα δεύτερο και στη συνέχεια ένα τρίτο κ.ο.κ παιδί.

Θα υπενθυμίσουμε απλά ότι η Ελλάδα συγκαταλέγεται με βάση τόσο τις αναλύσεις μας όσο και αυτές ερευνητικών ιδρυμάτων της αλλοδαπής στις χώρες εκείνες που χαρακτηρίζονται: ι) από το μεγαλύτερο «χάσμα» -fertility gap- ανάμεσα στον αριθμό των παιδιών που επιθυμούν οι γενεές 1970-75 και σε αυτόν που θα αποκτήσουν (οι Γαλλίδες των γενεών αυτών π.χ θα κάνουν 5% λιγότερα παιδιά από αυτά που επιθυμούν, ενώ εμείς θα κάνουμε 20% λιγότερα) και ιι) από τη μεγαλύτερη διαφορά ανάμεσα στο ποσοστό των γυναικών που επιθυμούν να αποκτήσουν ένα τουλάχιστον παιδί και στο ποσοστό εκείνων που θα μείνουν άτεκνες, με αποτέλεσμα το ποσοστό ατεκνίας στις γενεές που γεννήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1970 να αγγίζει στην Ελλάδα το 23% έναντι του 15% στη Γαλλία. 

Οι προαναφερθείσες διαφορές αποτυπώνουν και τις διαφοροποιημένες πολιτικές ανάμεσα στις δύο χώρες, πολιτικές που έχουν σαν αποτέλεσμα στη μεν Γαλλία όλες οι μεταπολεμικές γενεές μέχρι και αυτές του 1980 να αποκτούν λίγο περισσότερα από 2 παιδιά/γυναίκα σε αντίθεση με τη χώρα μας όπου όλες οι μετά το 1960 γενεές απέκτησαν λιγότερα από 2 παιδιά, οι δε νεότερες από αυτές πολύ λιγότερα (μόλις 1,5 παιδιά/ όσες γεννήθηκαν το 1981).

Πηγές:
https://www.visualcapitalist.com/the-20-countries-with-the-lowest-fertility-rates-in-2024/

Ειδήσεις υγείας σήμερα
Επιστήμονας θεράπευσε τον καρκίνο της με ιούς που καλλιέργησε στο εργαστήριό της
Κόντρα Ανδρουλάκη - Γεωργιάδη στη Βουλή για τα Βαρέα των υγειονομικών
Συνάντηση Ι. Τσίμαρη με το προεδρείο της ΠαΣΟΝοΠ