Μόλις μπήκε (τυπικά μόνο) το φθινόπωρο, σε λίγες μέρες ξεκινούν τα σχολεία και η παιδική υπερκινητικότητα αποτελεί ένα από τα πιο δημοφιλή θέματα συζήτησης μεταξύ των γονέων μικρών παιδιών και μαθητών του δημοτικού. Τα συμπτώματά της συχνά περιγράφονται σαν νευρικότητα, επιθετικότητα, αυθόρμητη συμπεριφορά, μειωμένη ικανότητα συγκέντρωσης, αυξημένη κινητική δραστηριότητα.
Στην πραγματικότητα, η υπερκινητικότητα είναι μία διαταραχή συμπεριφοράς η οποία εμφανίζεται στο 2-5% των νεαρών παιδιών σχολικής ηλικίας και τα επηρεάζει σε ποικίλο βαθμό. Κάνει την εμφάνισή της πριν την ηλικία των 7 χρόνων, έχει διάρκεια ίση ή μεγαλύτερη των 6 μηνών και χαρακτηρίζεται από την εξακριβωμένη απουσία πνευματικής ασθένειας ή πνευματικής καθυστέρησης.
Η παιδική υπερκινητικότητα δεν είναι μια καινούρια κατάσταση. Η συμπτωματολογία της είναι γνωστή από το 1880. Σήμερα οι επιστήμονες πιστεύουν ότι η υπερκινητικότητα οφείλεται πιθανά σε έναν συνδυασμό συγκεκριμένων γενετικών, περιβαλλοντικών, νευρολογικών και βιοχημικών παραγόντων.
Επειδή δεν υπάρχει κάποια γνωστή θεραπεία γι’ αυτήν την ανωμαλία η θεραπεία συνήθως περιλαμβάνει πολλαπλές προσεγγίσεις, συχνά δε είναι συνδυασμός ιατρικής και ψυχολογικής επέμβασης και τροποποίησης του περιβάλλοντος του παιδιού.
Η διαιτητική τροποποίηση έχει αρκετές φορές προταθεί στη θεραπεία της υπερκινητικότητας και παρά το γεγονός ότι αυτή η προσέγγιση έχει λάβει αρκετή δημοσιότητα, οι επιστημονικές αποδείξεις δεν είναι αρκετές για να υποστηρίξουν μία σχέση μεταξύ δίαιτας και υπερκινητικότητας.
Μια από τις πιο διαδεδομένες θεωρίες για το ρόλο που παίζει η διατροφή του παιδιού στην υπερκινητικότητα είναι η κατανάλωση ζάχαρης και των πηγών στις οποίες βρίσκεται (συμπεριλαμβανομένων των γλυκών, αναψυκτικών με ζάχαρη).
Οι επιστήμονες ερευνούν αυτή τη θεωρία σχεδόν έναν αιώνα (από το 1920) αλλά δεν υπάρχουν αποδείξεις. Το 1984, στα πλαίσια ενός συνεδρίου στην Αμερική με θέμα 'Δίαιτα και συμπεριφορά: Μία πολυδιάστατη εκτίμηση' αναφέρθηκε ότι η ζάχαρη δεν επιδεινώνει την υπερκινητικότητα ή τυχόν προβλήματα συμπεριφοράς στα παιδιά.
Πολλοί μάλιστα ερευνητές υποστηρίζουν ότι η κατανάλωση ζαχαρωτών αν μη τι άλλο, ηρεμεί τα παιδιά. Έτσι, μετά από έρευνες, το FDA κατέληξε το 1986 στο ότι δεν υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις ότι η κατανάλωση ζάχαρης προκαλεί αλλαγές στη συμπεριφορά φυσιολογικών παιδιών ή ενήλικων.
Μια ακόμα θεωρία θέλει τα συντηρητικά που χρησιμοποιούνται, στα τεχνητά χρώματα και στα τεχνητά αρώματα των τροφών να είναι υπεύθυνα για την παιδική υπερκινητικότητα. Το 1980, Συμβουλευτικές Επιτροπές στην Αμερική κατόπιν επίμονων ερευνών, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε απόδειξη για κάποια σχέση μεταξύ τεχνητών προσθέτων και υπερκινητικότητας ή ικανότητας μάθησης των παιδιών.
Επίσης, συνεχείς έρευνες έχουν αποτύχει να δείξουν κάποια σχέση ανάμεσα στην κατανάλωση ασπαρτάμης ή σακχαρίνης (τεχνητών γλυκαντικών με χαμηλή θερμιδική αξία) και την υπερκινητικότητα, γεγονός που έχει οδηγήσει τους επιστήμονες στην τακτική να μην τα εξαιρούν από το διαιτολόγιο σαν μία πάγια θεραπευτική τακτική.
Επομένως, όσον αφορά στη διατροφή που πρέπει να ακολουθούν τα παιδιά, αυτή πρέπει να αποτελείται από ποικιλία, μέτρο και ισορροπία. Από εκεί και πέρα, η παιδική υπερκινητικότητα μπορεί να διαγνωσθεί ιατρικά, κάνοντας δοκιμή με διεγερτικά φάρμακα.
Τα διεγερτικά, φυσιολογικά, ανεβάζουν τη δραστηριότητα των ανθρώπων αλλά έχουν ένα 'παράδοξο' αποτέλεσμα με την υπερκινητικότητα: την θεραπεύουν (πιθανότατα διεγείροντας κέντρα ελέγχου στον εγκέφαλο). Εάν λοιπόν ένα παιδί αντιδρά στα διεγερτικά φάρμακα με το να ηρεμεί, αυτό δείχνει ότι τα φάρμακα μπορεί να διορθώνουν μία βιοχημική ανισορροπία στο νευρικό σύστημα και μπορούν να χρησιμοποιηθούν προκειμένου να ελεγχθεί η συμπεριφορά τους.
Στα παιδιά που ανταποκρίνονται, η παροχή τέτοιων φαρμάκων θα πρέπει να θεωρείται τουλάχιστον η θεραπεία πρώτης επιλογής.
Πολλοί γονείς δεν καταφέρνουν να εκτιμήσουν τη χρησιμότητα της φαρμακευτικής θεραπείας και είναι αρνητικοί σ' αυτήν, ειδικά όταν πιστεύουν ότι επεμβαίνοντας και τροποποιώντας τη δίαιτα μπορούν να βοηθήσουν. Η δίαιτα είναι ένα από τα πλέον σημαντικά ζητήματα στη ζωή ενός παιδιού το οποίο οι γονείς πιστεύουν ότι μπορούν να ελέγξουν.
Εάν τα προβλήματα μπορούν να επιλυθούν με την προσθήκη καρότων στο διαιτολόγιο ή την απαγόρευση μπισκότων, τότε οι γονείς είναι πιο θετικοί στο να δώσουν στη διαιτητική τροποποίηση μια ευκαιρία.
Πηγές:
www.nutrimed.gr
Ειδήσεις υγείας σήμερα
Η υγρή βιοψία διευκολύνει τον έλεγχο του μελανώματος
Καμπάνια της Amgen για την LDL χοληστερόλη
Η Novartis στοχεύει στην αύξηση των πωλήσεων κατά 5% ετησίως έως το 2029