Η έλλειψη βιταμίνης D, στους νέους, σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών νόσων, όπως καρδιακή προσβολή και εγκεφαλικό επεισόδιο, σύμφωνα με δυο νέες έρευνες.
Η σημερινή ταυτόχρονη δημοσίευση των δυο ερευνών στη διαδικτυακή έκδοση του περιοδικού 'Pediatrics' είναι τυχαία, σύμφωνα με τους ερευνητές. Και οι δυο έρευνες χρησιμοποίησαν στοιχεία από εθνική έρευνα του 2001-220, στις ΗΠΑ και ξεκίνησαν λόγω της έλλειψης πληροφοριών σχετικά με την πιθανή επίδραση των χαμηλών επιπέδων βιταμίνης D στο καρδιαγγειακό σύστημα των νέων.
Ενώ έρευνες έχουν συσχετίσει την έλλειψη βιταμίνης D με αυξημένο κίνδυνο στους ενήλικες, λίγες έρευνες έχουν εξετάσει αν η βιταμίνη D μπορεί να συσχετιστεί με αυξημένα περιστατικά καρδιαγγειακής νόσου στα παιδιά, δήλωσε ο Jared Reis, που ξεκίνησε την έρευνα όταν βρισκόταν στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins.
Κανείς δεν αμφισβητεί ότι η έλλειψη βιταμίνης D προκαλεί ραχίτιδα, δήλωσε ο ερευνητής της δεύτερης μελέτης, Dr. Michal Melamed, του κολλεγίου Albert Einstein στο Μπρονξ. Όπως δήλωσε, ήθελε να εξετάσει πιθανές άλλες επιπτώσεις στην υγεία.
Η έρευνα εστίασε στην εμφάνιση των χαμηλών επιπέδων της βιταμίνης D σε παιδιά ηλικίας 1 έως 21 ετών. Σύμφωνα με τον Reis, δεν υπάρχει επίσημος ορισμός της έλλειψης βιταμίνης D, αλλά πολλοί ειδικοί πιστεύουν ότι επιθυμητό είναι το επίπεδο των 30 νανογραμμαρίων ανά μιλιλίτρο αίματος.
Στην έρευνα του Melamed φάνηκε ότι 9% των νεαρών Αμερικανών είχαν έλλειψη βιταμίνης D και ποσοστό 61% ανεπάρκεια στη συγκεκριμένη βιταμίνη, με τα επίπεδα να κυμαίνονται από 15 έως 29 νανογραμάρια ανά μιλιλίτρο.
Τα παιδιά με τα χαμηλότερα επίπεδα βιταμίνης D είχαν περισσότερες πιθανότητες να εμφανίζουν υψηλότερη αρτηριακή πίεση, υψηλότερα επίπεδα σακχάρου και χαμηλά επίπεδα χοληστερόλης HDL (‘καλής’ χοληστερόλης).
Ο Melamed δήλωσε ότι δεν είναι τελείως σίγουρο πως τα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D στη νεαρή ηλικία μεταφράζονται σε προβλήματα υγείας στην ενήλικη ζωή. Ωστόσο, σημειώνει πως αν κάποιος έχει υπέρταση στην ηλικία των 20, έχει 60 περισσότερα χρόνια να αντιμετωπίσει τις συνέπειές της.
Η έρευνα, με επικεφαλής τον Reis, ήταν λεπτομερής ανάλυση στοιχείων 3.577 εφήβων. Ανακάλυψε επίπεδα βιταμίνης D 24,8 νανογραμμαρίων ανά μιλιλίτρο, κατά μέσον όρο.
Φάνηκε να υπάρχει ξεκάθαρη σχέση μεταξύ των παραγόντων κινδύνου στο καρδιαγγειακό. Το 25% των νέων με τα χαμηλότερα επίπεδα βιταμίνης D είχε περισσότερες πιθανότητες κατά 2,36 φορές να εμφανίζει υπέρταση, 54% περισσότερες πιθανότητες να εμφανίζουν χαμηλά επίπεδα χοληστερόλης HDL, 2,54 φορές περισσότερες πιθανότητες για αυξημένα επίπεδα σακχάρου και 3,88 φορές για εμφάνιση μεταβολικού συνδρόμου.
Σύμφωνα με τον Reis, τα αποτελέσματα δεν θα πρέπει να πανικοβάλουν τους γονείς. Η έρευνα έχει βασιστεί στην παρατήρηση και χρειάζονται νέες μελέτες για να επιβεβαιωθεί.
Συγκεκριμένα, οι γονείς δεν θα πρέπει να καταφύγουν σε συμπληρώματα για να παράσχουν τη συνιστώμενη ποσότητα πρόσληψης της βιταμίνης D, η οποία βρίσκεται στις 200 διεθνείς μονάδες την ημέρα, για καθένα, μέχρι την ηλικία των 50, δήλωσε ο Reis.
Επαρκής βιταμίνη D μπορεί να αποκτηθεί με 15 λεπτά έκθεσης στον ήλιο ή κατανάλωση ενισχυμένου γάλακτος, ψωμιού και άλλων προϊόντων σίτου, μεταξύ άλλων.
Οι γονείς θα πρέπει να εστιάσουν σε τροποποιήσιμους παράγοντες κινδύνου, δήλωσε ο Melamed. Τα παιδιά δεν θα πρέπει πάντα να είναι στον υπολογιστή ή να παρακολουθούν τηλεόραση. Μπορούν να πίνουν περισσότερο γάλα παρά να χρησιμοποιούν συμπληρώματα.
Πηγές:
'Pediatrics'.
Ειδήσεις υγείας σήμερα
Καρδιακή προσβολή: Οι β-αναστολείς συνδέονται με κατάθλιψη στη μετεγχειρητική φροντίδα
Δράμα: Κανένα ενδιαφέρον για 5 θέσεις παθολόγων, παρά το επίδομα άγονου
Περιεμμηνόπαυση: Ερωτήσεις που πρέπει να κάνετε στον γυναικολόγο σας