Παγκόσμια αναγνώριση για την ερευνητική ομάδα της Institute of Life – ΙΑΣΩ, της Embryotools, της Juno Genetics, τουαμερικανικού πανεπιστήμιου του Όρεγκον και του βρετανικού πανεπιστήμιου της Οξφόρδης.Το κορυφαίο επιστημονικό περιοδικό Fertility Sterility της Αμερικανικής εταιρείας αναπαραγωγικής ιατρικής (ASRM) δημοσίευσε τα αποτελέσματα της Κλινικής έρευνας «Μεταφορά Μητρικής Ατράκτου».Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, η τεχνική Μεταφοράς της Μητρικής Ατράκτου φαίνεται ότι μπορεί να βοηθήσει μια κατηγορία ασθενών μευπογονιμότητα, που ήταν εξαιρετικά δύσκολο να συμβεί με τις έως τώρα συμβατικές μεθόδους.
Τα αποτελέσματα από την πρώτη κλινική έρευνα της Μεταφοράς Μητρικής Ατράκτου (MST) δημοσιεύτηκαν σε ένα από τα μεγαλύτερα και εγκυρότερα επιστημονικά περιοδικά του πλανήτη, το περιοδικό Fertility and Sterility της Αμερικανικής εταιρείας αναπαραγωγικής ιατρικής (ASRM). Η δημοσίευση αυτή αποτελεί την ύψιστη τιμή και καταξίωση σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς αναγνωρίζει το έργο της επιστημονικής ομάδας και την προσπάθειά της να αξιολογήσει για πρώτη φορά την εφαρμογή των τεχνικών μεταφοράς μητρικής ατράκτου σε περιπτώσεις ιδιοπαθούς υπογονιμότητας και επαναλαμβανόμενων αποτυχιών εξωσωματικής.
Η κλινική έρευνα παρέχει τις πρώτες γνώσεις σχετικά με την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα της μεθόδου Μεταφοράς Μητρικής Ατράκτου στον άνθρωπο, όταν εφαρμόζεται σε ένα πλαίσιο θεραπείας υπογονιμότητας. Η έρευνα είχε ως αποτέλεσμα τη γέννηση έξι παιδιών από ασθενείς με μεγάλο ιστορικό προηγούμενων αποτυχημένων προσπαθειών εξωσωματικής γονιμοποίησης. Το άρθρο αποκαλύπτει, επίσης, σημαντικές πληροφορίες και πιθανούς περιορισμούς σχετικά με τη χρήση της Μεταφοράς Μητρικής Ατράκτου για τη μείωση του κινδύνου μετάδοσης νοσημάτων σε περιπτώσεις ασθενών που φέρουν παθογόνες μεταλλάξεις στο μιτοχονδριακό DNA (mtDNA).
Η Μεταφορά Μητρικής Ατράκτου είναι μια προηγμένη εργαστηριακή τεχνική που ανήκει στην οικογένεια των μεθόδων που είναι συλλογικά γνωστές ως θεραπείες μιτοχονδριακής αντικατάστασης (MRTs). Αυτές οι τεχνικές προτάθηκαν αρχικά για την αποφυγή της μετάδοσης μιτοχονδριακών νοσημάτων και η εφαρμογή τους για αυτόν τον κλινικό σκοπό ήδη επιτρέπεται σε ορισμένες χώρες, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και η Αυστραλία. Η μέθοδος αφορά την αντικατάσταση του κυτταροπλάσματος του ωαρίου της ασθενούς με κυτταρόπλασμα που λαμβάνεται από ωάριο νεαρής δότριας, ενώ διατηρείται το γενετικό υλικό του πυρήνα του ωαρίου της ασθενούς. Τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν υποδηλώνουν ότι αυτή η διαδικασία μπορεί να ξεπεράσει ορισμένα προβλήματα που σχετίζονται με την αποτυχία ενός ωαρίου να υποστηρίξει τη γονιμοποίηση και την εμβρυϊκή ανάπτυξη, ενώ επιτρέπει επίσης στους ασθενείς να αποκτήσουν απογόνους με γενετική συγγένεια.
Η εν λόγω κλινική έρευνα διεξήχθη στην Ελλάδα μετά από έγκριση της Εθνικής Αρχής Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής. Η ερευνητική ομάδα είχε ως στόχο να διερευνήσει, για πρώτη φορά, τη δυνατότητα να εφαρμοστεί κλινικά η τεχνική της Μεταφοράς Μητρικής Ατράκτου σε ένα πλαίσιο θεραπείας της υπογονιμότητας. Η κλινική έρευνα ξεκίνησε το 2018 και διενεργήθηκε σε μια ομάδα 25 υπογόνιμων ζευγαριών που επιλέχθηκαν προσεκτικά με βάση το μακρύ ιστορικό ανεπιτυχών θεραπειών εξωσωματικής γονιμοποίησης, που σχετίζονται με χαμηλή ποιότητα ωαρίων. Οι ασθενείς είχαν υποβληθεί σε 3 έως 11 προηγούμενες προσπάθειες εξωσωματικής γονιμοποίησης (μέσος όρος 6,4 ανά ασθενή) χωρίς επιτυχία. Τα αποτελέσματα που παρακολουθήθηκαν στην έρευνα περιλάμβαναν τόσο τα συνήθη συστήματα αξιολόγησης της επιτυχίας της εξωσωματικής γονιμοποίησης, καθώς και άλλες παραμέτρους που σχετίζονται με τη συγκεκριμένη τεχνική,όσο και την παιδιατρική παρακολούθηση για την αξιολόγηση της γενικότερης υγείας των παιδιών που γεννήθηκαν από αυτή τη διαδικασία.
Όπως είναι επιστημονικά γνωστό, το ωάριο είναι το πιο σημαντικό στοιχείο κατά τη διάρκεια των πρώτων ημερών ζωής. Εκτός από το γεγονός ότι φέρει τη γενετική συνεισφορά (DNA) από τη μητέρα, περιέχει επίσης “αποθήκες” υλικών (π.χ. το RNA, πρωτεΐνες, προμήθειες ενέργειας και οργανίδια) στο κυτταρόπλασμά του που είναι ζωτικής σημασίας για το αναπτυσσόμενο έμβρυο. Η χαμηλή ποιότητα ωαρίων είναι ένας σημαντικός παράγοντας που συντελεί στη γυναικεία υπογονιμότητα, για την οποία δεν έχουν αναπτυχθεί αποτελεσματικές θεραπείες. Το πρόβλημα χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενη αποτυχία γονιμοποίησης των ωαρίων ή/και από χαμηλή αναπτυξιακή δυναμική των εμβρύων. Επί του παρόντος, η μόνη διαθέσιμη στρατηγική για ασθενείς που παράγουν χαμηλής ποιότητας ωάρια είναι να υποβληθούν σε θεραπείες εξωσωματικής γονιμοποίησης (IVF) χρησιμοποιώντας ωάρια από δότρια. Αυτή η προσέγγιση μπορεί να βοηθήσει τις ασθενείς να επιτύχουν μια εγκυμοσύνη, αλλά τις αποκλείει από τη γενετική συμβολή στο παιδί τους.
Η Κλινική αυτή έρευνα πραγματοποιήθηκε στις εγκαταστάσεις της Institute of Life στο ΙΑΣΩ και μέλη της επιστημονικής ομάδας αποτελούν διακεκριμένοι καθηγητές, ιατροί αναπαραγωγής, εμβρυολόγοι και γενετιστέςτης Institute of Life – ΙΑΣΩ, της Embryotools, της Juno Genetics, του αμερικανικού Πανεπιστημίου του Όρεγκον και του βρετανικούΠανεπιστημίου της Οξφόρδης.
Ενώ τα δεδομένα που ελήφθησαν είναι ενθαρρυντικά, δημιουργώντας ενδεχομένως μια νέα θεραπεία για τύπους υπογονιμότητας που προηγουμένως δεν ήταν θεραπεύσιμες, οι ερευνητές επιθυμούν να τονίσουν ότι επρόκειτο για μια κλινική έρευνα και ως εκ τούτου ήταν περιορισμένη σε μέγεθος και εύρος. Μελλοντικές, μεγαλύτερες, ελεγχόμενες και τυχαιοποιημένες δοκιμές θα πρέπει να πραγματοποιηθούν ώστε να υπάρξει μια οριστική εκτίμηση της κλινικής αξίας της τεχνικής.
Ειδήσεις υγείας σήμερα
Περιεμμηνόπαυση: Ερωτήσεις που πρέπει να κάνετε στον γυναικολόγο σας
ECDC: Σημαντική αύξηση κρουσμάτων συγκυτιακού ιού - Ποιους απειλεί ο RSV
Διοικητές νοσοκομείων: Παράδοξα και αντιφάσεις ενός διαγωνισμού