Η χάραξη μίας σταθερής φαρμακευτικής πολιτικής βασισμένης σε πραγματικά επιδημιολογικά δεδομένα που θα εξασφαλίζει την επαρκή χρηματοδότησή της αγοράς και θα διασφαλίζει τη βιωσιμότητα των εταιρειών μπορεί να προσφέρει ισορροπία σε όλο το σύστημα, τονίζει ο κ. Σπύρος Φιλιώτης, Αντιπρόεδρος και Γενικός Διευθυντής Φαρμασέρβ-Λίλλυ. Στο πλαίσιο αυτό, σημειώνει, είναι απολύτως απαραίτητη η ύπαρξη ενός σταθερού και προβλέψιμου επιχειρηματικού περιβάλλοντος, χωρίς αιφνιδιασμούς, χωρίς μέτρα αναδρομικής ισχύος και χωρίς καθυστερήσεις στην τήρηση των χρονοδιαγραμμάτων, που ανατρέπουν τον προγραμματισμό των εταιρειών.
Η ηγεσία του υπουργείου Υγείας έχει θέσει ως βασική της προτεραιότητα για φέτος τη μείωση του clawback κατά 350 εκατ. ευρώ έναντι του 2023. Πιστεύετε ότι θα το καταφέρει; Αν η απάντησή σας είναι όχι, το ερώτημα είναι τι πρέπει να κάνει για να το καταφέρει;
Πριν απαντήσω στην ερώτησή σας, θα πρέπει να είναι ξεκάθαρο σε όλους τι είναι το clawback, πότε και γιατί εφαρμόστηκε και γιατί πρέπει οπωσδήποτε να μειωθεί.
Το Clawback είναι η επιστροφή χρηματικού ποσού από τις φαρμακευτικές εταιρείες προς το δημόσιο (ΕΟΠΥΥ ή Υπουργείο Υγείας), και προκύπτει ετησίως από την υπέρβαση του προκαθορισμένου ορίου του προϋπολογισμού της φαρμακευτικής δαπάνης.
Ο μηχανισμός του clawback επιβλήθηκε στα χρόνια της οικονομικής κρίσης (2012) ως ένα αναγκαίο αλλά προσωρινό μέτρο για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του συστήματος υγείας, εκείνη την εποχή. Παράλληλα θεσμοθετήθηκε ένας αυθαίρετος προϋπολογισμός για τα φάρμακα, o οποίος δεν αντανακλούσε τις πραγματικές υγειονομικές ανάγκες των πολιτών της χώρας.
Οι εποχές άλλαξαν, η χώρα βγήκε από τα μνημόνια, αλλά το «προσωρινό» μέτρο του clawback παραμένει ακόμα. Ο προϋπολογισμός εξακολουθεί να παραμένει σχεδόν ο ίδιος και οι φαρμακευτικές εταιρείες αναγκάζονται να υπερφορολογούνται και να επιστρέφουν τεράστια ποσά στο κράτος, μέσω του clawback και διάφορων άλλων μηχανισμών όπως τα rebates και οι «εθελοντικές» εκπτώσεις.
Το κράτος επαναπαύτηκε σε ότι αφορά τη δρομολόγηση διαρθρωτικών μέτρων που θα οδηγούσαν σε εκσυγχρονισμό του συστήματος και σε εξορθολογισμό της φαρμακευτικής δαπάνης. Προοδευτικά οι επιστροφές της φαρμακευτικής βιομηχανίας προς το κράτος έφτασαν σε δυσθεώρητα ποσά. Το 2022 η συνεισφορά της φαρμακευτικής βιομηχανίας ήταν μεγαλύτερη από αυτή της Πολιτείας! Τα μόνα μέτρα που ελήφθησαν είχαν σκοπό την μετατροπή / μετονομασία του clawback σε rebates και «οικειοθελείς» εκπτώσεις.
Η κατάσταση είναι εξαιρετικά δύσκολη για τον κλάδο εδώ και χρόνια, με αποτέλεσμα να διακυβεύεται η βιωσιμότητα των εταιρειών και να καθυστερεί η είσοδος των καινοτόμων φαρμάκων.
Η μείωση των επιστροφών και του clawback είναι πλέον μονόδρομος.
Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι για να μειωθεί το clawback θα πρέπει να αυξηθεί ο προϋπολογισμός για το φάρμακο και ταυτόχρονα να υπάρχει έλεγχος της φαρμακευτικής δαπάνης με διαρθρωτικά μέτρα για τη διόρθωση των στρεβλώσεων, μέχρι να έρθει κάποια στιγμή που ο προϋπολογισμός κάθε χρονιάς να καθορίζεται με βάση τα επιδημιολογικά δεδομένα και τις πραγματικές ανάγκες των ασθενών στην Ελλάδα.
Και επανέρχομαι στο ερώτημά σας. Είναι προκαθορισμένο από τη νομοθεσία στο πλαίσιο του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας να αυξηθεί ο προϋπολογισμός κατά 300 εκατ. το 2023 αν δεν επιτευχθούν συγκεκριμένοι στόχοι, ενώ άλλα 50-70 εκατ. ευρώ θα προέλθουν από την επίσης νομοθετημένη αύξηση βάσει της προβλεπόμενης στον κρατικό προϋπολογισμό αύξησης του ΑΕΠ.
Αυτό αντιστοιχεί σε μία αύξηση του προϋπολογισμού του φαρμάκου – όχι βέβαια αρκετή. Η Πολιτεία θα πρέπει να εξασφαλίσει επιπρόσθετους πόρους για να διασφαλιστεί η επαρκής χρηματοδότηση για το φάρμακο. Και βέβαια, για να μειωθεί το clawback και η επιβάρυνση της βιομηχανίας θα πρέπει να ελεγχθεί παράλληλα η φαρμακευτική δαπάνη με διαρθρωτικές αλλαγές και με εφαρμογή μιας ολοκληρωμένης φαρμακευτικής πολιτικής.
Είναι ενθαρρυντικό ότι ο νέος Υπουργός Υγείας είναι πρόθυμος για διάλογο, αποτελεσματικός και αποφασισμένος να βελτιώσει τα πράγματα στο τομέα του φαρμάκου και συνολικότερα στο χώρο της υγείας.
Μεταξύ των μέτρων που έχει εξαγγείλει το Υπουργείο είναι να εισφέρει επιπλέον 300 εκατ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης ως εξής: 80 εκατ. στα φάρμακα της λιανικής, 100 εκατ. ευρώ στα Φάρμακα Υψηλού Κόστους (ΦΥΚ) που χορηγούνται μέσω ΕΟΠΥΥ και 120 εκατ. ευρώ στα νοσοκομειακά φάρμακα. Την ίδια στιγμή όμως, το Υπουργείο εξαιρεί τα φθηνά φάρμακα από το clawback, ενώ το ίδιο ισχύει και για τα νοσοκομειακά από 0 έως 30 ευρώ (μηδενικό ή μειωμένο CB). Ποια είναι τελικά η επιπλέον οικονομική επιβάρυνση για τα υπόλοιπα φάρμακα που δεν ανήκουν στα φθηνά ή στα νοσοκομειακά έως 30 ευρώ; Εξανεμίζονται τα 300 εκατ. ευρώ;
Αντιλαμβανόμαστε ότι η πρόθεση του Υπουργείου με τέτοιου τύπου παρεμβάσεις είναι να προστατεύσει τα φθηνά φάρμακα, τα οποία όντως αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα βιωσιμότητας με τις εξουθενωτικές επιστροφές που υφίστανται και τα οποία είναι σημαντικό να παραμείνουν στη διάθεση των ασθενών.
Από την άλλη πλευρά, το μέτρο αυτό συνεπάγεται ότι σύμφωνα με εκτιμήσεις για το 2023, clawback αξίας περίπου 50 εκατ. ευρώ θα επιμεριστεί στα υπόλοιπα φάρμακα που είναι εκτός κλειστών προϋπολογισμών.
Επιπροσθέτως, για τα έτη 2022 και 2023, στα νοσοκομειακά φάρμακα από 0-30ευρώ θα επιβληθεί μηδενικό έως μειωμένο clawback. Αυτό συνεπάγεται ότι για το 2023 clawback αξίας περίπου 70 εκατ. ευρώ θα επιμεριστεί αντίστοιχα στα υπόλοιπα φάρμακα.
Πρέπει λοιπόν να σκεφτούμε συνολικά το ζήτημα αυτό και να μην επιχειρείται κάθε φορά με πυροσβεστικού τύπου παρεμβάσεις να υπάρξει ισορροπία στο σύστημα.
Το πρόβλημα τελικά είναι ότι υπάρχει ένας ανεπαρκής προϋπολογισμός. Χωρίς ενίσχυση του προϋπολογισμού και ένα ολοκληρωμένο σχέδιο φαρμακευτικής πολιτικής το μόνο που γίνεται είναι απλώς να αλλάζει μεν μορφή αλλά να διαιωνίζεται το πρόβλημα.
Οι καινοτόμες θεραπείες είναι τελικά εδώ ή μας έχουν γυρίσει την πλάτη; Τι πρέπει να αναμένουμε μελλοντικά όσον αφορά την εισαγωγή καινοτόμων φαρμάκων στην Ελλάδα; Τι είναι αυτό που ουσιαστικά φοβίζει τις πολυεθνικές από το να εισάγουν τα φάρμακά τους στην ελληνική αγορά;
Οι φαρμακευτικές Εταιρείες στην Ελλάδα καταβάλλουν μεγάλες προσπάθειες για να εισάγουν τις νέες καινοτόμες θεραπείες στη χώρα μας. Συνεχίζουν να δραστηριοποιούνται παρά το δυσμενέστατο περιβάλλον και να προμηθεύουν το σύστημα υγείας με θεραπείες, από σεβασμό και αφοσίωση στους ασθενείς που τις χρειάζονται.
Εντούτοις, η ύπαρξη των υψηλότατων υποχρεωτικών επιστροφών δημιουργεί ένα αρνητικό κλίμα σε σχέση με την καινοτομία και καθιστά τις μητρικές εταιρείες πολύ διστακτικές στην είσοδο νέων φαρμάκων στην Ελλάδα. Το αποτέλεσμα είναι να μένουμε πίσω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο σχετικά με την πρόσβαση των ασθενών σε καινοτόμες θεραπείες.
Δυστυχώς, αν δεν αλλάξει κάτι δραστικά, οι ασθενείς στη χώρα μας είναι πιθανό να αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα για την πρόσβασή τους σε καινοτόμες θεραπείες, μιας και το ύψος των υποχρεωτικών επιστροφών αναμένεται με τα σημερινά δεδομένα να ξεπεράσει μέσα στο 2024 σε ορισμένες θεραπευτικές περιοχές ακόμα και το 80%. Ήδη βλέπουμε να χωρίζεται η αγορά σε δύο ταχύτητες με αρκετές εταιρείες να διστάζουν να αιτηθούν αποζημίωση για νέα σκευάσματα.
Θέλω να πιστεύω ότι η Πολιτεία θα κατανοήσει την κατάσταση και θα δράσει άμεσα και αποφασιστικά.
Είναι ξεκάθαρο ότι το βασικότερο βήμα που πρέπει να γίνει, αφορά στη στήριξη του κλάδου με την ενίσχυση της χρηματοδότησης και την ουσιαστική μείωση των συνολικών επιστροφών προκειμένου οι ασθενείς να εξακολουθήσουν να έχουν ισότιμη και γρήγορη πρόσβαση στις νέες θεραπείες, όπως οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι Πολίτες.
Επίσης, η άρση της ανάγκης εκπλήρωσης του «εξωτερικού κριτηρίου» για την κατάθεση αποζημίωσης θα επιτάχυνε την είσοδο της καινοτομίας στη χώρα.
Είναι απολύτως απαραίτητη η ύπαρξη ενός σταθερού και προβλέψιμου επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Χωρίς αιφνιδιασμούς, χωρίς μέτρα αναδρομικής ισχύος και χωρίς καθυστερήσεις στην τήρηση των χρονοδιαγραμμάτων, που ανατρέπουν τον προγραμματισμό των εταιρειών.
Και η εφαρμογή μιας φαρμακευτικής πολιτικής που θα θέτει ρεαλιστικούς στόχους και θα βασίζεται στη συνεργασία και συνυπευθυνότητα μεταξύ της φαρμακευτικής βιομηχανίας και της Πολιτείας.
Ένα σημαντικό οικονομικό κίνητρο για τις εταιρείες είναι ο συμψηφισμός του CB με τις κλινικές μελέτες. Σε αυτή την περίπτωση θα έπρεπε να αυξηθούν τα διαθέσιμα κονδύλια, όπως αιτούνται και οι φαρμακοβιομηχανίες αλλά και οι εταιρείες κλινικών μελετών;
Οι σημαντικές εξελίξεις στην κλινική έρευνα και η ανάπτυξη νέων πρωτοποριακών θεραπειών αλλάζουν ριζικά τον τρόπο αντιμετώπισης πολλών σοβαρών ασθενειών.
Η κλινική έρευνα, βασική δραστηριότητα της καινοτόμου φαρμακοβιομηχανίας, αποτελεί τεκμηριωμένα σημαντικότατο μοχλό επιστημονικής ανάπτυξης και κοινωνικής προόδου και είναι μία από τις πλέον παραγωγικές επενδύσεις με εξαιρετικά υψηλή εγχώρια προστιθέμενη αξία.
Εξασφαλίζει γρήγορη πρόσβαση των ασθενών σε νέες θεραπείες, ενισχύει την εθνική οικονομία με εισροή σημαντικών κεφαλαίων από το εξωτερικό, εισάγει ερευνητική τεχνογνωσία, προσφέρει νέες θέσεις εργασίας, διαρκή εκπαίδευση και αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού σε εξειδικευμένους τομείς.
Δυστυχώς το λεγόμενο «επενδυτικό clawback» δεν λειτούργησε ως προς τις κλινικές μελέτες. Θα πρέπει να επανεξεταστεί το πλαίσιο που βασίζεται στο Ταμείο Ανάκαμψης εάν αυτό είναι εφικτό ή εναλλακτικά να υπάρξουν άλλα κίνητρα προς τις φαρμακευτικές επιχειρήσεις.
Η δημιουργία ενός περιβάλλοντος που θα ενισχύει και θα κινητοποιεί τη διεξαγωγή περισσότερων κλινικών μελετών στην Ελλάδα είναι οπωσδήποτε προς τη σωστή κατεύθυνση.
Με βάση τα μέτρα που έχουν ακουστεί από το Υπουργείο Υγείας (αυξήσεις στις συμμετοχές, ανασφάλιστοι κ.λπ.) ποιες αναμένετε να είναι οι επιπτώσεις για τους ασθενείς;
Προηγουμένως με ρωτήσατε σχετικά με το μέτρο ελάφρυνσης από το clawback των φθηνότερων θεραπειών. Θα σας απαντήσω κι εδώ με τον ίδιο τρόπο.
Η μετακύλιση μέρους της φαρμακευτικής δαπάνης στις πλάτες των ασθενών και απλά η μετατροπή της δημόσιας σε ιδιωτική φαρμακευτική δαπάνη δεν είναι λύση στο πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι η υποχρηματοδότηση συνολικά της φαρμακευτικής δαπάνης.
Σαφώς και πρέπει να υπάρχει έλεγχος και ισορροπία, στο πλαίσιο όμως μίας σταθερής φαρμακευτικής πολιτικής βασισμένης σε πραγματικά επιδημιολογικά δεδομένα η οποία θα θέτει την υγεία ως προτεραιότητα, θα εξασφαλίζει την επαρκή χρηματοδότησή της και θα διασφαλίζει τη βιωσιμότητα των εταιρειών και συνολικά του συστήματος υγείας.
Θα ήθελα να σας κάνω και μια ερώτηση για τη δική σας εταιρεία. Ποια είναι η στρατηγική σας επί ελληνικού εδάφους το 2024 και σε ποιες θεραπευτικές κατηγορίες - και γιατί - πρέπει να εστιάσετε;
Τα επόμενα χρόνια η Εταιρεία μας φιλοδοξεί να προσφέρει ακόμα περισσότερες καινοτόμες θεραπευτικές λύσεις στις κατηγορίες που ήδη δραστηριοποιούμαστε, όπως ο διαβήτης και οι επιπλοκές του, η ογκολογία, η δερματολογία, τα αυτοάνοσα νοσήματα, αλλά και σε νέες κατηγορίες, όπως η παχυσαρκία και η νόσος Alzheimer.
Σημαντικός μας στόχος ήταν και παραμένει επίσης, η προσέλκυση μεγαλύτερου αριθμού κλινικών μελετών στη χώρα μας.
Αναμένονται σημαντικές νέες θεραπευτικές επιλογές που θα βοηθήσουν τους ασθενείς στην καλύτερη διαχείριση των ασθενειών τους και στην επίτευξη καλύτερης ποιότητας στη ζωή τους, εφόσον διασφαλιστεί η πρόσβαση των Ελλήνων Πολιτών σε αυτά.
Παρά τις δυσκολίες που μας επιβάλλει το περιβάλλον προσπαθούμε για το καλό της Εταιρείας μας, των συνεργατών μας και των ασθενών στην Ελλάδα.
Ειδήσεις υγείας σήμερα
ΕΔΟΕΑΠ - ΤΥΠΕΤ στις ρυθμίσεις ΕΟΠΥΥ για τη φαρμακευτική δαπάνη - Γεωργιάδης: Θα βγουν κερδισμένοι
Μιχ. Γιαννάκος: Γιατί είναι χαμηλή η συμμετοχή στις απεργίες των υγειονομικών
Οι συμπεριφορές που επιδεινώνουν την κατάθλιψη