Οι διαγνωστικές εξετάσεις συμβάλλουν στον εντοπισμό προβλημάτων υγείας, αλλά ενδέχεται να οδηγήσουν και σε αρνητικά αποτελέσματα.

Σύμφωνα με τους επιστήμονες, η υπερδιάγνωση έχει στενή σχέση με λάθη και άσκοπη ταλαιπωρία του ασθενούς. Η Ελλάδα βρίσκεται σε ανησυχητική θέση, καθώς ένας στους τρεις πολίτες (299 ανά 1.000) φέρονται να έχουν υποβληθεί το 2022 σε αξονική, μαγνητική ή τομογραφία PET

Τα παραπάνω προκύπτουν, μεταξύ άλλων, από πρόσφατη έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), με θέμα το κόστος και την ασφάλεια των διαγνωστικών εξετάσεων.

Στην έκθεση, που παρατίθεται πιο κάτω, τονίζεται πως η διάγνωση είναι μια θεμελιώδης διαδικασία στην άσκηση της Ιατρικής. Η αναγνώριση μιας κατάστασης υγείας είναι ένα πρώτο βήμα για να διασφαλιστεί ότι αντιμετωπίζεται σωστά.

Η αυξανόμενη χρήση διαγνωστικών τεστ και ο προσυμπτωματικός έλεγχος ασθενειών αυξάνουν τον κίνδυνο ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων και συμβάλλουν στην υπερδιάγνωση.

Oι περισσότεροι άνθρωποι θα αντιμετωπίσουν τουλάχιστον ένα διαγνωστικό σφάλμα στη ζωή τους, το οποίο θα οδηγήσει σε σοβαρή βλάβη. Έως και το 80% όλων των βλαβών που προκαλούνται από καθυστερημένη ή λανθασμένη διάγνωση μπορεί να είναι αποτρέψιμες.

Ευρήματα από το Ηνωμένο Βασίλειο δείχνουν ότι η υπερδιάγνωση του άσθματος ανήλθε στο 15% των περιπτώσεων και η υποδιάγνωση μεταξύ των παιδιών στο 40%. Έως και το 70% των ατόμων με χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ) ή άσθμα δεν είχε λάβει επίσημη διάγνωση της πάθησης.

Η επάρκεια μέσων είναι δεδομένη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ οι περισσότεροι αξονικοί τομογράφοι λειτουργούν στην Κορέα, στην Αυστρία, στη Γαλλία και στο Λουξεμβούργο.

Ο αριθμός των αξονικών τομογραφιών σχεδόν διπλασιάστηκε στην Κορέα και ο αριθμός των μαγνητικών υπερδιπλασιάστηκαν στην Αυστραλία, στην Κορέα και στη Σλοβενία ​​μεταξύ 2011 και 2019.

Σε ορισμένες χώρες, ωστόσο, υπήρξε μείωση των διαγνωστικών εξετάσεων την περίοδο 2019 - 2020, εξαιτίας της πανδημίας.

Η θέση της Ελλάδας

Με βάση τα στοιχεία, η Ελλάδα κατατάσσεται στην όγδοη θέση μεταξύ 29 χωρών του ΟΟΣΑ σε αναλογία αξονικών, μαγνητικών και τομογραφιών PET. Ένας στους τρεις Έλληνες φαίνεται πως έκανε μία από τις τρεις αυτές εξετάσεις κατά τη διάρκεια του 2022.

Σύμφωνα με πρόσφατο ρεπορτάζ του iatronet.gr, η ζήτηση διαγνωστικών εξετάσεων φαίνεται να υποχώρησε, έπειτα από το "χαράτσι" 1 και 3 ευρώ. 

Ένας αυξανόμενος αριθμός εξετάσεων και διαγνωστικών συστημάτων είναι πλέον διαθέσιμες σε όλες τις βαθμίδες της υγειονομικής περίθαλψης και συμβάλλουν στην έγκαιρη διάγνωση.

Ενδέχεται, ωστόσο, να οδηγήσουν σε επαναλήψεις εξετάσεων και περιττή φροντίδα. Στην Ολλανδία, καταγράφηκαν επαναλήψεις εξετάσεων στο 85% των νοσηλευόμενων ασθενών, ενώ οι υπερδιαγνώσεις καρκίνου μαστού στις ΗΠΑ κοστίζουν ετησίως περισσότερα από 4 δισεκατομμύρια δολάρια.

Ο ανεπαρκής σχεδιασμός στο σύστημα Υγείας συνδέεται με κακά διαγνωστικά αποτελέσματα και - εφόσον βελτιωθεί - θα συμβάλλει στη βελτίωση της παρεχόμενης φροντίδας.

Η διαγνωστική διαδικασία επαναλαμβάνεται συχνά, πράγμα που σημαίνει ότι οι αρχικές διαγνώσεις μπορεί να οδηγήσουν σε αδιέξοδο και να απαιτηθούν νέες εξετάσεις.

Η πολυπλοκότητα της διαδικασίας και ο κατακερματισμός της μπορεί να διογκώσουν τον κίνδυνο για σφάλματα, καθυστερήσεις και συναφείς βλάβες.

Μια διαγνωστική πρόκληση σχετίζεται με την long CoViD, δηλαδή συμπτωμάτων που μπορεί να εμφανιστούν ή να επιμείνουν για περισσότερες από τέσσερις εβδομάδες μετά την έναρξη της λοίμωξης.

Η έλλειψη τυποποιημένων κριτηρίων και διαγνωστικών εργαλείων, είναι ιδιαίτερα σημαντική πρόκληση για την long CoViD και μπορεί να οδηγήσει σε καθυστερημένη διάγνωση.

Ο ΟΟΣΑ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) Ευρώπης, στοχεύουν στη διαμόρφωση κοινής αντιμετώπισης του θέματος στις χώρες - μέλη.

Διάγνωση - διαγνωστικά

Η διάγνωση και τα διαγνωστικά μέσα σχετίζονται μεν, αλλά αφορούν διακριτές έννοιες. Η διάγνωση είναι η διαδικασία αναγνώρισης της παρουσίας μιας ασθένειας ή μίας παθολογικής κατάστασης σε έναν ασθενή.

Η διάγνωση βασίζεται σε ποικιλία πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένης της αξιολόγησης των συμπτωμάτων από τον γιατρό, τον ασθενή και την οικογένειά του.

Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να θεωρείται μια επαναληπτική διαδικασία, κατά την οποία τα συμπεράσματα εξάγονται και επαναξιολογούνται συνεχώς.

Τα διαγνωστικά μέσα αναφέρονται στα εργαλεία, στις μεθόδους και στις διαδικασίες που χρησιμοποιούνται για να βοηθήσουν στον προσδιορισμό μιας διάγνωσης.

Περιλαμβάνουν αιματολογικές, απεικονιστικές εξετάσεις (μαγνητική, αξονική τομογραφία, υπερηχογράφημα), βιοψίες και άλλες ιατρικές εξετάσεις.

Σε περιπτώσεις όπου οι βιοδείκτες είναι περιορισμένοι, όπως στις ψυχικές παθήσεις, υπάρχουν τυπικά διαγνωστικά κριτήρια και ψυχολογική αξιολόγηση, προκειμένου να προσδιοριστεί εάν τα συμπτώματα εμπίπτουν στον ορισμό διαταραχής της ψυχικής υγείας.

Χαμηλή ακρίβεια

Η χαμηλή ακρίβεια των διαγνωστικών εξετάσεων προκαλεί περιττή παροχή φροντίδας και στρες (σε περίπτωση ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων) ή μη έγκαιρη διάγνωση, εξέλιξη της νόσου και καθυστερημένη φροντίδα (σε περίπτωση ψευδούς αρνητική διάγνωσης).

Η υπερδιάγνωση οδηγεί σε σπατάλη πόρων υγειονομικής περίθαλψης, είναι δαπανηρή και μπορεί να προκαλέσει βλάβη στον ασθενή.

Η διπλή πρόκληση υπερδιάγνωσης και υποδιάγνωσης, ενέχουν σημαντικούς κινδύνους για την έκβαση των ασθενών και τη βιωσιμότητα των συστημάτων Υγείας.

Η υπερδιάγνωση σχετίζεται με αρνητικά συμπτώματα και προβλήματα για τον ασθενή. Σε πολλές περιπτώσεις, αφορούν καταστάσεις οι οποίες ανιχνεύουν ανωμαλίες που μπορεί να μην προχωρήσουν ποτέ ή να επηρεάσουν την υγεία του ατόμου.

Μελέτες έχουν δείξει πως υπάρχει σημαντική κατάχρηση διαγνωστικών εξετάσεων σε όλες τις δομές υγειονομικής περίθαλψης.

Η διάγνωση της υπερκινητικής διαταραχής ελλειμματικής προσοχής (ΔΕΠΥ) στα παιδιά αυξήθηκε κατά 43% στις ΗΠΑ από το 2003 έως το 2011. Μερικές από τις περιπτώσεις αυτές εκτιμάται ότι αντιπροσωπεύουν υπερδιάγνωση.

Οικονομικό κόστος

Η προκύπτουσα παρακολούθηση και συνταγογράφηση περιττής φαρμακευτικής αγωγής έχει σημαντικό οικονομικό κόστος, δεδομένου ότι το κόστος υγειονομικής περίθαλψης της ΔΕΠΥ εκτιμάται σε 143 έως 266 δισ. δολάρια.

Στοιχεία από την Ολλανδία έχουν δείξει πως οι νοσηλευόμενοι ασθενείς είχαν, κατά μέσο όρο, 5,7 εργαστηριακές παραγγελίες κατά την πρώτη εβδομάδα της νοσηλείας, ενώ στο 85% των περιπτώσεων υπήρξαν επαναληπτικές εξετάσεις.

Αν και το κόστος είναι σχετικά χαμηλό (5% των δαπανών του νοσοκομείου), μπορεί να υπάρξουν σημαντικές επιπτώσεις, καθώς τα εργαστηριακά αποτελέσματα επηρεάζουν το 60% έως 70% των ιατρικών αποφάσεων.

Επιπλέον, η υπερβολική χρήση εργαστηριακών εξετάσεων μπορεί οδηγούν σε κακά αποτελέσματα, όπως η αναιμία που προκαλείται από το νοσοκομείο, η χαμηλή ικανοποίηση των ασθενών (υπερβολικά τρυπήματα βελόνας, άγχος) και υπερδιάγνωση.

Όπως και με την υπερδιάγνωση, η συστηματική υποδιάγνωση έχει επίσης επιπτώσεις, καθώς ένας αριθμός ασθενών δεν εντοπίζεται.

Επιπλέον Πληροφορίες

Ειδήσεις υγείας σήμερα
ΕΟΔΥ: 27 θάνατοι, 24 διασωληνωμένοι και 531 εισαγωγές ασθενών με CoViD
ΕΛΙΚΑΡ: Κοινωνική δράση υλοποίησης δωρεάν καρδιολογικού ελέγχου
13ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ασθενών: Οι ασθενείς και το αύριο της Υγείας